αυτό, εκείνη, το άλλο

20191215_162626Πέρασαν σχεδόν δέκα μέρες

Χρόνος σιδερένιος και κρύος

Στο περιθώριο τούτης της γραφής , ένα συναίσθημα γκαστρωμένο, λέει τι σύμπτωση αλήθεια, σήμερα που αποφάσισε να του γράψει, κατά βάθος ήθελε να μη του γράψει ποτέ

Οριστικά κι αμετάκλητα, γιατί κι ο έρως σαν την ελευθερία είναι, θέλει αρετή και τόλμη

Μένουν βέβαια κάποια πρακτικά πράγματα να τακτοποιηθούν, αλλά ευτυχώς υπάρχουν σημειώσεις στο περιθώριο του ημερολογίου της

Έτσι δεν υπάρχει ο φόβος και η έγνοια για εκκρεμότητες

Παραιτείται από όλα, ας ρυθμιστούν όπως να ‘ναι

Ας δοθεί η τελευταία παράσταση

Σταματά εδώ γιατί δε βλέπει τις λέξεις κι οι φράσεις της βγαίνουν στο περιθώριο

Στο περιθώριο, στο περιθώριο…

Λέξη επαναλαμβανόμενη, τόσο ατυχής μα τόσο καίρια

Το μολύβι της θαρρείς είναι ο δήμιος των σκέψεων που εκτροχιάζονται επικίνδυνα

Αν κι έχει την αίσθηση πως το σώμα της βγαίνει πριν από αυτές, πολύ αργά, από μια σκοτεινή γαλαρία…

Συνέρχεται αργά, αναρρώνει όπως λένε, μα τίποτα δεν αποκλείει να καταλήξει στο τέλος να γίνει η τρελή του χωριού, αν δεν έγινε ήδη από λογική ή από τρέλα

Ήπιε πολύ παραμυθόνερο βλέπεις, κυλάει στο αίμα της

Κι έγινε άλλη, έγινε εκείνη από Εκείνη

Εκείνη πήρε την θέση της

Πήρε τα εισιτήριά της, έσπρωχνε χαριτωμένα , και καθόταν στην πρώτη σειρά των θεαμάτων

Μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των θαμώνων, των σκηνοθετών, των ηθοποιών, των παραγωγών

Έπαιρνε τα χειρόγραφα σενάρια και διόρθωνε με γελάκια τα αγχωμένα αποσιωπητικά

Η άλλη πάσχιζε να βάλει τάξη στις παραπλανητικές απαντήσεις που εισέπραττε καιρό τώρα:

«αυτό είναι εκτός θέματος»

«δεν μπορείς να το θέτεις έτσι»

«είναι σχήμα λόγου»

«όσο αφορά εμένα, αυτό δεν ισχύει»

«αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα»

Τελευταία πιάνει τον εαυτό της να ενδίδει στον «θαυμασμό», μια συνήθεια πιο εθιστική από την οργή και πιο θλιβερή από το κάπνισμα

Θαυμάζει τα πάντα

Το βρίσκει όλο και πιο δύσκολο να αισθανθεί ζήλια, μίσος και περιφρόνηση

Αυτά είναι νεανικά αισθήματα

Είναι δείγμα αδυναμίας

Της αρέσει αυτό το κρυφό βίτσιο

Ναι, τα θαυμάζει απεριόριστα, σχεδόν όλα αυτά

Ακατάπαυστα να ψαχουλεύει , να διαβάζει, να, να, να, δίχως ανάπαυση, ναι δεν υπάρχει ανάπαυση για εκείνη

Τα πρόχειρα και μεγάλα παραμύθια διαλύθηκαν στο νερό που έπινε καιρό τώρα

Τώρα μόνο μικρά και τέλεια κλισέ

Όπως , αγάπη είναι… αυτό , Εκείνη, το άλλο


Remain unknown

fb_img_1577803082428

Λεκέδες ήταν πολλοί

Μα κι άλλοι συμπλήρωσαν τα κενά

Το έβγαλε από το πλυντήριο

Λευκό σαν πρώτα

Μα έμεινε η μνήμη λεκιασμένη

Πήρε το μολύβι και τράβηξε μια ευθεία

Πήρε κι άλλο, κι άλλο ένα

Όλα χρωματιστά

Και οι ευθείες ξεμάκραιναν σε αράδες χωρίς ειρμό

Η ιστορία χαοτική, γράφτηκε

Το χάος κρύφτηκε με τρόπο

Δεν το είδε, το περπάτησε, το ανέπνευσε, το έζησε

Επτά ημέρες κράτησε η συντροφιά αυτή

Κάπου στο περιθώριο, μια σπηλιά παραγεμισμένη με γέλια χορτασμενων την κατάπιε

Μαζί με τα μολύβια της

Τα χρειαζόταν ίσως η επιμελήτρια του χώρου

Τι διαφορετικό μέρος, σκέφτηκε

Χρωστάμε παραμύθια να πούμε πολλά για τούτα εδώ τα ωραία

Τα μολύβια μου

Χρειάζομαι τα μολύβια μου

Πώς να τα πω αλλιώς

Το μολύβι μου

Φώναζε

Απ’το βάθος της σπηλίας ωρμούσαν νότες

Στο περιθώριο γέλια και πειράγματα

Φώναζε

Τα μολύβια μου

Σκέφτηκε

Κόκκινο

Λεκές

Γράφτηκαν όλα

Μένει η έκδοση

Αλλά κι αν όχι, δίκαιο είναι ….

… .. .

Εξάλλου, τέλεια ούτε την σιωπή της, μα ούτε και τα αποσιωπητικά αυτού του κόσμου δεν έμαθε να κρατάει μέσα της τελεία

Εξάλλου ποιος την ήξερε


μικρόν μικρότατον

άνθρωποι είμαστε;

μια απώλεια από την εποχή της φιλανθρωπίας είμαστε;

μια σκατένια προφητεία περιμένουμε;

λόγια είμαστε!

και διαπερνούμε  όχι μόνο τη  ψυχή  και το νου, μα και όλα τα σημεία του κορμιού 

μ’ ένα κλικ ελευθερώνουμε νότες γύρω μας, μέσα μας

μπροστά μου, ένα άσπρο χαρτί, ένας λευκός καμβάς, ένα λευκό όνειρο

ένα χρώμα και ένα συναίσθημα,  ενορχηστρωμένα

θυμήσου γιατί είμαι αέρας , είπε η έρημος

θυμήσου, μην τυχόν χαθούμε, απάντησε ο κόσμος

θυμήσου πως όσο περισσότερο μιλάμε, τόσο λιγότερο ακούμε, ψιθύρισε ο άνεμος

θυμήσου τα χαμόγελα με κλειστά μάτια, μόνο τα χαμόγελα με κλειστά μάτια μου αρέσουν,τα μικρά χαμόγελα του ύπνου, τραγούδησε η βροχή


άπιαστο

αναχωρήσεις μακρινές και κοντινοί ίσκιοι

δε θέλω να κλείνω κύκλους

κι ωστόσο πορεύομαι σε δρόμους πλατιούς και γκρίζους

η καρδιά μου βουρκωμένη κι αβυθομέτρητη

δε συνηθίζει ποτέ την επανάληψη

η σκέψη μου νωθρή και μισοκοιμισμένη

δε συγκρατεί τους στεναγμούς

το βλέμμα μου και μόνο αρκεί για να εγκαινιάσω το ταξίδι

-α! κουράστηκα, δώστε μου μια καρέκλα-

το μυαλό μου, κούφιο σκοτεινό και ζηλόφθονο

δε με φέρνει στα συγκαλά μου

τα μάτια μου σεργιανίζουν πέρα δώθε σαν δυο βότσαλα, μα δεν καταφέρνουν να φυλακίσουν ούτε τα αόριστα τοπία που διασχίζω, ούτε τις μυστηριώδεις μέρες που μοιραζόμαστε, ζαλισμένα με αλαφροκοιμίζουν και τότε εγκαταλείπω την προσπάθεια να κοιμηθώ σε βαθύ κρεβάτι, τα βλέφαρά μου χαμηλώνουν, δεν ξέρω ποιος ή γιατί με κοιτά, ζωηρεύουν μέσα μου λιθόστρωτα και τρέχω δίχως να ξέρω προς τα πού, και η μέρα φεύγει δίχως να ξέρει αν θα ξανάρθει, η νύχτα πέφτει δίχως να υπόσχεται πως θα σηκωθεί, νιώθω γαλήνη 

και ξέρω πως κανείς, όσο κι αν του ‘κανε γούστο, δεν μπορεί να μου τη στερήσει 

-α! δίψασα, φέρτε μου ένα ποτήρι νερό-

από τα όνειρά μου κατάγομαι και είμαι αυστηρά σε αυτά δοσμένη

από τα όνειρά μου τρέφομαι και είμαι επιεικώς σε αυτά ευγνώμων

κι αυτά κι εγώ μύχιοι συνένοχοι και συχνά πλησίον μιας ομολογίας, σερνόμαστε ευγενικά και σέρνουμε έγνοιες καθημερινές, βηματιστά δίχως μίση και λύτρα αφού η μόνη απαγωγή που επιτεύχθηκε από την συνεργασία μας ήταν αυτή προς την άτοπο 

εκεί σε προσκαλώ με τα γραφόμενά μου, εκεί να αναζητήσουμε τα ευνοϊκά σημάδια στα πράγματα του κόσμου, να παραμονέψουμε το νέο ποίημα που γεννιέται από το τίποτα, να πειστείς πως μόνο τυφλωμένος από αγάπη μπορείς να δεις πως όλα αυτά που λέω δεν είναι απλά υφασμένες λέξεις και συναρμογές του λόγου, πληθυντικοί και ρήματα ή ενικοί προσδιορισμοί, είναι η βάση των αισθηματικών ενθουσιασμών μας, είναι η παρακαταθήκη των κοινών παθών και παθημάτων μας, είναι ζυγιασμένα βάρη σε ζυγιασμένα στήθη που πάλλονται με τόσους παλμούς και πόθους, τόσες αφορμές συγκινήσεων και παρορμήσεων, όσες φέρνει στο αυτί του ακροατή το πιο ευαίσθητο ακουστικό…

-α, πάψτε πια, βάλτε μου κάτι ν’ακούσω-


η κυρά της λίμνης είπε:

20180127_124347

έχω χρόνια τώρα στεριώσει πάνω σε αιωρούμενες υπόλευκες πρωινές θαμπές εικόνες

με το μαντικό του δάχτυλο και με γνώση το θαμπό πρωινό με οδηγεί σε νέα περιπλάνηση

ο νέος ήλιος δεν προδόθηκε, απλά σεβάστηκε το καμωμένο από το μηδέν πεπρωμένο μου

και καλώς, επισφαλή θεώρησε την μεγαλοπρέπεια του να επιβάλλει στις όχθες της λίμνης

γύρω της, όλο κλαδιά ο χειμώνας, αλύγιστος, είχε περικλείσει τη νέα συγκομιδή σκέψεων

πάνω της, οι μετέωρες χιονισμένες βουνοκορφές έθεταν ευτυχώς λαθεμένα τα όριά τους

μέσα της, μισοτελειωμένα τα κρωξίματα κορμοράνων βυθίζονταν κυνηγώντας στα θολά

είναι καιρός, πολύς καιρός, σου εμπιστεύομαι, που μαλώνω με την λίμνη στον ύπνο μου

διαλέγει πάντα, τότε να έρχεται από μακριά, για να με κοροϊδέψει, σπάνια απαλή σαν τώρα, λες και άλλο τούτο δεν μπορεί να βαστάξει, να μην είναι δηλαδή η ευχαριστημένη παρουσία μου κοντά της

διαλέγει πάντα, να σκορπίζει στο σκληρό μου μαξιλάρι, φόβους, καταπλήξεις, χίμαιρες και ξυπνήματα αποσβολωμένα, να σπρώχνει κάτω από το κρεβάτι μου σωρούς αποφάσεις αναποφάσιστες, λες και υποσχέθηκα ποτέ στην αμφίβολη διαύγειά της, πως μια μέρα θα την ρουφήξω με μια ανάσα ως τον πάτο

ο κλονισμός της καθησύχασε σαν άκουσε πως δε χρειάστηκε ποτέ να δει κανείς για να πιστέψει πως τα σύννεφα που βαραίνουν τον ουρανό που μας σκεπάζει,αν τύχει κι απλωθούν σε μάκρη και σε πλάτη, αν πρηστούν, θα καταφέρουν αναμφίβολα στο τέλος να μας βρέξουν κι εμένα κι εκείνη και όλους όσους ίδια νιώθουν, με το ίδιο νερό που στα όνειρά μου μια μέρα ρούφηξα ως τον θολό πάτο

με πρόσωπο αλλοιωμένο, κουρασμένο, πάσχον, που του ξέφευγαν λόγια ήρεμα, μου χάρισε τις τελευταίες της αδιάκριτες σχεδόν συμμετρίες της, τις ανεπιτήδευτες αρμονίες της και τις υπέρτατες αντανακλάσεις της, περνώντας τον οργανισμό μου από μια δοκιμασία, ίσως από διαφορετικές δοκιμασίες και σε διαφορετικά επίπεδα, διαδοχικά, προσβάλλοντας τα όργανά μου ήπια κι ενίοτε παράξενα, και χάθηκε απ’τα μάτια μου χωρίς φυσικά να ακούσει την διακριτική μου παρατήρηση:

ο άσπρος ήλιος σκόρπισε το θάμπος μας μα ξέρω πως υπάρχει …

 

 


ungatz

είναι ο ρεαλισμός ένα πράγμα με εννιά γράμματα, και είναι πράγμα ουσιαστικό αφού σημαίνει αποδοχή του όποιου άλλου … πράγματος όπως έχει

άλλο βέβαια τώρα, ποια είναι η ποιότητα ή το γεγονός που αυτό το πράγμα αντιπροσωπεύει ή αν η ακριβής κατάσταση και ο τρόπος του καθένα είναι αληθινά , γιατί δεν ισχύει το «αυτό που βλέπεις αυτό είναι», αλλά ισχύει «το δεν είναι αυτό που βλέπεις»…

και δεν το λέω εγώ, γιατί τι είμαι εγώ για να πω τέτοια , ένα απλό πλημμέλημα  είμαι που ωχριώ μπρος τον Lucky, που είναι ένα τεράστιο, εξαίρετο κακούργημα,  που δεν έχει φίλους, γιατί δεν ασπάζεται πως η φιλία κάνει καλό στην ψυχή, αφού η ψυχή δεν είναι πράγμα, άρα δεν υφίσταται…

ο Lucky είναι ένας 90χρονος, πεισματάρης κάτοικος μιας μικρής πόλης του Τέξας που ζει μόνος, κάνει γιόγκα κάθε πρωί , καπνίζει ασταμάτητα, ακούει μουσικές και τσαπίζει τον κήπο του, περιφέρεται στα στέκια του και μοιράζεται την γκρίνια και τ’ αποφθέγματά του, ζητάει βοήθεια μόνο για να λύσει δύσκολα σταυρόλεξα…

εντάξει, ο Lucky δεν είναι φίλος μου, αλλά θα γίνει κι ας μην είναι καλά, αν και η πίεσή του 115/790 είναι τέλεια, θα γίνει γιατί λατρεύω τα μυστηριώδη είδη και τις επιστημονικές ανωμαλίες, τα δύσκολα σταυρόλεξα, τους γενετικά τυχερούς και τα σκληροτράχηλα καθάρματα που όσο γερνάνε , τόσο περισσότερο ζουν…

ο Lucky είναι σαρωτικός, δε νιώθει μοναξιά επειδή ζει μόνος, είναι μαζί με άλλους συνεχώς, είναι ένα συνειδητοποιημένο τίποτα, που μαζί με άλλα τίποτα συζητά, έχει τα πάντα, κι ας έχει στο ψυγείο του μόνο γάλατα, δεν ετοιμάζεται για το απροσδόκητο, γιατί μόνοι ερχόμαστε και μόνοι φεύγουμε από αυτή την ματαιότητα, ο Lucky δε νιώθει μόνος, ίσως δε μπορεί μια αντωνυμία που πιθανόν να προέρχεται από το μινύθω (μειώνω, μικραίνω) ή το μανός (λίγος, αραιός), να αντιπροσωπεύσει έναν άνθρωπο που οι αλήθειες του βρίσκονται στα λεξικά, δεν του λείπει τίποτα και κανείς γιατί δε γίνεται να λείπει κάτι ή κάποιος όταν απλά δεν είναι εκεί που είσαι, και που απλά είναι κάπου αλλού κι αν δεν είναι κάπου αλλού δεν είναι πουθενά…

ο Lucky είναι εύθραυστος, αλλά από ακοή σκίζει, ακούει τα καμπανάκια του τρένου της ζωής και ακολουθεί το γεωγραφικό και πνευματικό ταξίδι ως ηλικιωμένος, ως  άθεος, προς την αυτογνωσία, την αποδοχή της θνησιμότητάς του και την ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή…

έτσι με συνάντησε εχθές αργά το βράδυ και με έπεισε πως η ζωή είναι κάτι, όλα τα άλλα είναι ungatz…

παρέα καταφέραμε κι αποκαταστήσαμε την χαμένη πίστη μας στην ανθρωπότητα, αψηφώντας τα όρια και την πεπατημένη στο ζεστό φως του ήλιου και στο μοβ-μπλε της νύχτας…

MV5BNzkyMDY0NDItYzY0NC00YjQ1LTkzOTYtMjE1NWEwM2NmZGU1XkEyXkFqcGdeQXVyNTEzNDk3NDc@._V1_SY1000_CR0,0,677,1000_AL_

ο Lucky αποδεικνύει την οικουμενικότητα της ανησυχίας για τη θνητότητα και κυρίως ως Harry Dean Stanton, λίγο πριν αναχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο, με μια συνεχόμενα καθηλωτική ερμηνεία δίνει στην ταινία όλη τη μαγεία και το βάθος που διαφορετικά θα της έλειπαν

Lucky,2017,John Carroll Lynch 


Ξεδιψώ βαθιά

τα μάτια μου τα χέρια μου όλο το βασίλειό μου

τα μάτια μου το στόμα μου και oι χούφτες μου

οι  φυλακισμένες λέξεις  μου

η πλατιά ατέρμονη σκέψη μου

μιλούν για ένα συμβόλαιο σε καμιά σελίδα εμπιστευμένο

μα σε ενός φορέματος στο στρίφωμα κρυμμένο

μια συμφωνία που λέει πως τόσο πολύ έχω ονειρευτεί τόσο που πια δεν είμαι

που λέει πως …

το σπίτι μας θα άνοιγε διάπλατο σε περιπλανώμενους

τα χέρια μας κλαδιά θα ψήλωναν σαν φλόγες

αεράκι παράξενο θα φύσαγε στην μικρή αυλή μας

απέραντες μηδαμινές οι πνοές μας θα συνενώνονταν μαζί του

η απόσταση των ονομάτων μας από τους εαυτούς θα μηδενιζόταν

η καρδερίνα μας θα τραγούδαγε για να ανοίξουν τα βλέφαρά μας

τα φρούτα μας θα ωρίμαζαν με θόρυβο την άνοιξη

τα αγριολούλουδα θα ξώφλαγαν το χρέος τους τον χειμώνα

το πήγαινε έλα των μελισσών θα σταμάταγε ξοδεμένο σωστά

θα περπατούσαμε στη σκιά με βήματα αργά

οι αγωνίες μας θα καρφώνονταν πίσω από την γραμμή του ορίζοντα

οι ελπίδες μας θα ξαπόσταιναν στην όχθη των τραγουδιών μας

στον κόρφο μου θα φώλιαζε πάντα ένα φτερούγισμα

στο στόμα σου θα γεννιόταν πάντα μια δροσερή πηγή

χιλιάδες τραγούδια τον ύπνο δε θα άφηναν να μας πάρει

δε θα καταλαβαίναμε τις ώρες

δε θα ξέραμε να υπολογίζουμε

δε θα μπορούσαμε να συνηθίζουμε

τα σκοτάδια θα τα ανταμώναμε μεσημεράκι

και το φως στη μέση της μαύρης νύχτας

οι ύπνοι μας πράοι πραότατοι

τα σεντόνια μας μυρωμένες λωρίδες

το κρεβάτι μας χωρίς κουπιά βάρκα ξύλινη

και πιο πέρα το μέγας φάρδος του κόσμου

κι όλα τα αναλώσιμα

η ύπαρξή μας θα εναπόθετε την ευδαιμονία της στην γύρη των ανθέων

και η ευδαιμονία μας θα ήταν μια ιστορία που μόλις προσπάθησα να πω και μόλις προσπάθησες να ακούσεις

μα τίποτα δε θα γινόταν αν πίστευες πως είμαι ένα τίποτα για σένα

 

 


αντίδωρο…

-Θεατή κράτα την πνοή σου , μην τυχόν βέβηλο χνότο καταστρέψει την μαγική επιφάνεια, χνότο γίνε αεράκι και χάιδεψε τη σάρκα την κρουστή που μυρμηγκιάζει μονομιάς

Αμέτρητες γραφές σε δύο χιλιάδες άγραφες σελίδες απλώθηκαν στα συρτάρια σε συστοιχίες

Αδύναμο αραιωμένο αλκοόλ περπάτησε στις φλέβες των ποδιών και λιώσε σαν κερί την τέχνη όλων των χορών

-Άπληστε εσύ, την στέρηση γης και ουρανού φυλάκισες σε δρύινα βαρέλια καιρό τώρα

-Είναι τέχνη να ζει κανείς αξιοπρεπώς με τα σφάλματά του δε λέω, αλλά δεν είναι σαν να μην έγιναν καλά αν τα έχουμε κρυμμένα

Λάμπουν και καθρεφτίζονται εξαίσια  στο βλέμμα, ανεβαίνουν στο στήθος σαν κόμποι από ναυτικά σκοινιά,  τα λυτά μαλλιά βρέχουν σαν φουσκωμένα αφρισμένα κύματα,  σαν νότες από ζωγραφιστό δοξάρι τυλίγονται σε πόδια ανοιχτά κι ανθίζουν στον ποδόγυρο σαν ρόδα και αγκάθια

Η στάση ύπτια, αιχμάλωτη απροσδιόριστα μες στο μηδέν το ευρυγώνιο , με εντάφια αταραξία, ξεγυμνώνει τα λόγια, ξεφτίζει την κενή ηδονή, κοιμάται ή κυματίζει

Λαμπρό καμπύλο κορμό, το σώμα κισσός, σαν ζώνη αλήτικη, λυμένο παρόν απόν, τρυφερό μα και με ταπείνωση, σε αναίσθητο σημείο οδηγεί με αρχιτεκτονική μυστική

Το πήγαινε έλα, χαρίεν, ελαφρύ, ταιριαστό, ρεμβάζει και συμπληρώνει το κάδρο

Εκείνη, ανοίγει τα μάτια, με φωτίζει, με σπαράζει, με ικετεύει, μούσα είναι, μου υφαρπάζει τις λέξεις, τις νότες, την προετοιμασία

-Θα πάμε πιο μακριά χωρίς να προχωράμε, έλα, μου λέει, γύρε, άκου, σιώπα

Την σιωπηλή μου σκέψη πώς να εκφράσω, οι λέξεις μου απλώθηκαν στην ποδιά της, αντίδωρο

DSC000722-1


η σκούπα και το σύστημα…

1990, Κλίβελαντ του Οχάιο, κάπου στο πουθενά δηλαδή…

η Λινόρ Μπίντσμαν 25 ετών, κορίτσι από πλούσια οικογένεια, ο πατέρας της έχει εργοστάσιο παιδικών τροφών και είναι περήφανος που εφηύρε μια παιδική τροφή που κάνει τα παιδιά να μιλούν πιο γρήγορα, η Λινόρ λοιπόν, δουλεύει σαν τηλεφωνήτρια στον εκδοτικό οίκο Φρίκουεντ και Βιγκόρους, πηγαίνει τακτικά για ψυχανάλυση σε έναν απατεώνα γιατρό που έχει ψύχωση με την καθαριότητα, όπου συναντά τον Ρικ Βιγκόρους…

ο Ρικ Βιγκόρους, ένας τύπος αρκετά μεγαλύτερός της, που έχει θέματα μετο πουλί του, είναι το αφεντικό της Λινόρ,είναι ερωτευμένος μαζί της, τη ζηλεύει παθολογικά, και στο κρεββάτι της διηγήται πραγματικά εξωφρενικές ιστορίες από βιβλία που ποτέ δεν τυπώθηκαν…

η Λινόρ αγαπάει παθολογικά ή ίσως και να έχει ψύχωση με τη γιαγιά της ,τη Λινόρ, που σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία, το πάλαι ποτέ, έχοντας δάσκαλο τον Βιντγκεστάιν, αλλά τώρα είναι έγκλειστη σε οίκο ευγηρίας απ’όπου μια μέρα το σκάει μαζί με μερικούς τροφίμους…

ο Βλαντ ο Παλουκωτής είναι ο παπαγάλος της Λινόρ, δώρο του Ρικ, αθυρόστομο πουλί, μάλλον κάποιος του έχει δώσει lsd, διάσημο τόσο, που εμφανίζεται και σε ραδιοφωνικές εκπομπές με το ψευδώνυμο Ουγολίνος ο Μεγαλοπρεπής!

η Λινόρ, ψάχνοντας να βρει τη γιαγιά της, γνωρίζει και σχετίζεται με έναν τύπο ππου ο μπαμπάς του έφτιαξε μια κατάμαυρη έρημο καταμεσής μιας κανονικής Πολιτείας, την Θ.Ε.Ο, ενώ οι τηλεφωνικές γραμμές στη Φρίκουεντ και Βίγκορους είναι τόσο για τα μπάζα, που έγκυρη γραμμή βγάζει μόνο ένας στους εκατό!

η Λινόρ έχει και έναν ανάπηρο αδελφό -αυτόν πολύ τον αγάπησα- που ήθελε να τον φωνάζουν Αντίχριστο, ήταν ιδιοφυΐα κι όλη μέρα τίγκα στη μαστούρα,επειδή το συρταράκι του μηχανικού ποδιού του το τάιζε όλο το Κολέγιο Άμχερστ με ναρκωτικά για να δίνει ακαδημαϊκές συμβουλές!

%ce%b7-%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%80%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bc%ce%b1

για βιβλία όπως αυτό, ισχυρίζομαι πως δεν έχει σημασία η απάντηση διπλής επιλογής:

μου άρεσε/δεν μου άρεσε

από την πείρα μου ως αναγνώστρια έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπάρχουν έργα μυθοπλασίας πολύ σημαντικά γιατί καταφέρνουν κάτι μαγικό: να κεφαλαιοποιήσουν -όλα θαρρείς- τα προηγούμενα και να θέσουν τον επόμενο αύξοντα αριθμό στην ιστορία της λογοτεχνίας…

δεν εννοώ καθόλου βέβαια πως «η σκούπα και το σύστημα» είναι ένας αριθμός στον κατάλογο, γι αυτό το βιβλίο δεν ισχύει αυτό!

θα ισχυριστώ ότι μου άρεσε, και αυτό έχει σημασία, και ο αριθμός αριθμός… με τον ίδιο τρόπο σκέφτομαι για κάποιες ταινίες, μουσικά άλμπουμς, θεατρικές παραστάσεις, τροφές κλπ κλπ, έχει εκπληκτικό χιούμορ, σου ανάβει τα λαμπάκια λες και είσαι επιγραφή στο σύμπαν του συγγραφέα, ροκάρει ασύστολα ενώ φιλοσοφεί σε κάθε ευκαιρία ανολοκλήρωτα και υπαινικτικά…

θα ισχυριστώ ότι μου άρεσε που συχνά δεν καταλάβαινα τι εννοεί ο ποιητής, συγνώμη ο συγγραφές, που δεν είναι άλλος από τον κύριο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, δηλαδή έναν τύπο με χιούμορ οξύ, καυστικό, ευθύ, ενίοτε μαύρο και θλιμμένο, που στρέφεται ακόμα και προς τον εαυτό του αφού αντλεί τις ιστορίες του από

θα ισχυριστώ ότι μου άρεσε διότι «η σκούπα και το σύστημα» είναι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ, ιστορίες υπάρχουν παράλληλα στην ιστορία που διαβάζεις κάθε στιγμή, μικρές παρεκβάσεις απ’ αυτό που ζούμε, θλιμμένες, χωρίς να σε πιάνουν από το λαιμό αλλά τόσο απολαυστικά δυσλειτουργικές που με έκαναν να αγοράσω για πρωτοχρονιάτικο δώρο ένα ακόμα πόνημα του κυρίου Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, το «αυτό εδώ είναι νερό» και να μη μετανιώσω που διαδέχθηκε στις αναγνώσεις μου το «παγοδρόμιο» του Ρομπέρτο Μπολάνο…

θα ισχυριστώ ότι μου άρεσε επειδή έχω αδυναμία στις γιαγιάδες που κληροδοτούν στις εγγονές τους την πίστη πως ο κόσμος είναι λέξεις κι ας είναι αυτός ο λόγος που ενίοτε αυτές υποφέρουν από κρίση ταυτότητας και έλλειψη αυτοελέγχου και καταλήγουν σε ατελείωτες ώρες εγκλεισμού …

θα ισχυριστώ ότι μου άρεσε και για έναν ακόμα λόγο που ακούει στο όνομα «σιωπή» , τέτοια σαν αυτή που υπάρχει εκεί που μένει τώρα ο Γουάλας…

.

 

 

 

 

 


περί συλλογής

είχαν περάσει περίπου 10 λεπτά όταν άρχισα να συλλογίζομαι πού βρισκόμουν…σε σινεμά,σε θέατρο, ή σε ένα επαμφοτερίζον ιδανικό σύμπαν; μετά από περισυλλογή ενός και πλέον μήνα, κατέληξα:

ήμουν καθισμένη σε ένα κλαδί και συλλογιζόμουν τον καλύτερα ξεθωριασμένο εφιάλτη της ζωής μου!

f5

απογειωνόμουν στο ελάχιστο δυνατό ύψος, ώστε να μου επιτρέπεται κάθε φορά να ακούω τα ενδεχόμενα τηλεφωνήματα  στα οποία σαφώς θα απαντούσα «…καλά, ναι…, ναι καλά, χάρηκα που είστε καλά…» και προσγειωνόμουν ξανά στο κλαδί , αδημονώντας να επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά η ματαιότητα του ελαφροϊσκιωτου  κόσμου μας όπου ως άνθρωποι-καρτούν ζούμε για να υποφέρουμε΅…

υπήρχαν στιγμές που αντιλαμβανόμουν την ανάσα μου αποθαρρυμένη καθώς συνειδητοποιούσα πως το χάρισμά μου αυτό του σουρεαλιστικού χιούμορ καθόλου δε με βοηθούσε να απεμπλακώ από την τάση να συμφιλιώνω και να συμφιλιώνομαι …

a-pigeon

ίσως έπρεπε να δράσω, να σηκωθώ από το κλαδί, συγνώμη,από το κάθισμα εκείνης της ζεστής κινηματογραφικής αίθουσας, και να πουλήσω με το ζόρι υποκατάστατα χαράς στο αγριεμένο πλήθος των θεατών, ή να το κουτσουλήσω ανελέητα ή ακόμα και να επιβάλλω μια εισφορά αλληλεγγύης υπέρ των δυο πλανόδιων πωλητών οι οποίοι, ειλικρινά το λέω, βγήκαν από την οθόνη και  κάθισαν στην έξοδο της αίθουσας γνέφοντας καληνύχτα στο δυστυχές αγριεμένο υποχθόνιο μπουρζουά πλήθος…

μπόρεσα να τους κλέψω το σακουλάκι του γέλιου, με είχε μαγέψει ως προϊόν, θα ήταν πρώτης τάξεως βοήθημα για τις στιγμές που νιώθω σαν πλαστική όμορφη κούκλα…

μπόρεσα επίσης να κλέψω ένα άλογο από το ιππικό του ηττημένου στον πόλεμο βασιλιά, και να πάω μια βόλτα στην κόλαση, όπου μου αποκαλύφθηκαν :

  • η ομορφιά των απλών στιγμών
  • η ευτέλεια των άλλων
  • το χιούμορ και η τραγωδία που κρύβουμε μέσα μας
  • η δύναμη της ζωής
  • η απόλυτη αδυναμία της ανθρωπότητας
  • η καλειδοσκοπική περιπέτειά μας δεν έχει τέλος

ο Σαμ και ο Τζόναθαν έγιναν οι πιο μισητοί μου φίλοι, απλά και μόνον επειδή δεν σταμάτησαν ποτέ, κι ας πέρασε ένας μήνας από τη στιγμή του αποχωρισμού μας, να μου τριβελίζουν τ’αυτιά πως η χειρότερή μου αγορά στην μόνιμη περίοδο εκπτώσεων που διανύουμε στη ζωή μας, ήταν εκείνη η μάσκα που φοράω κάθε μέρα προκειμένου να δείξω πως όλα τα έχω τακτοποιημένα και υπό έλεγχο…

το μήνυμα ήταν σαφές, με διαπέρασε με σχεδόν μαγικό τρόπο, για να βυθιστεί κάπου πολύ πιο εσωτερικά, σε κάτι που θα μπορούσε να είναι η ουσία μου ως ύπαρξη, ως homo sapiens, και η οποία είναι στ΄αλήθεια υπερβολικά πολύπλοκη, μπερδεμένη και βαθιά για να μπορέσω να την ορίσω. και να σας πω, αν δε δείτε ποτέ αυτή την ταινία, η ζωή σας, όπως κυλά, με ή χωρίς εσάς,  θα μοιάζει με ένα φιλμ, μια αλληλουχία εικόνων, που θα προσλαμβάνεται από τα μάτια, μα δεν θα αποκωδικοποιείται από το μυαλό, και θα μοιάζει με στιγμιότυπο…

δεν ξέρω αν έγινα σαφής, θέλω να πω πως οι ζωές μας καταλήγουν απλά να επικάθονται στο θυμικό, δεν ερεθίζουν το συναίσθημα…

ένα και πλέον μήνα μετά τη θέαση της ταινίας του Άντερσον , μπορώ καλύτερα να ψηλαφώ αυτήν την τόσο απροσδιόριστη ποιότητα της ανθρωπιάς, πατώντας μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες που την συνθέτουν ακριβώς δίπλα μου, νιώθω πλάι μου συνοδό , τον άντρα που κοίταζε προθήκες με βαλσαμωμένα ζώα σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας,και πάντα νιώθω πάνω μου το περιστέρι σαν μεταφυσικό μαέστρο, να σαμποτάρει ανελέητα με το γουργούρισμά του τα κονσέρτα της ζωής μου…

και τις νύχτες, την ώρα των αξιολογήσεων των ημερών, εκείνο που μετρώ με την διαίσθηση και το ένστικτό μου, θα είναι κάτι τόσο προσωπικό και μοναδικό σαν το ψυχολογικό μου αποτύπωμα εν ώρα ονειρώξεως όπου κάθιδρη θα πετάγομαι έξω από τη λιωμένη μου κουβέρτα για να ψελλίσω «είδα ένα όνειρο που θα μπορούσε να είναι αλήθεια, είχα εμπλακεί σε κάτι αληθινά φρικτό για το οποίο κανείς ποτέ δεν ζήτησε συγνώμη! ούτε καν εγώ»

 


Le Cinéma va à l´école

Blog dédié au projet eTwinning entre Grèce et Espagne du même titre

Αυθόρμητες μεταβολές

του Λευτέρη Παπαθανάση

ΧΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ

Συγγραφέας

Toutestin Magazine

Art Feedback Machine

Redflecteur

About Art and Politics

απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

lerestnadine

This WordPress.com

Bouquet of dreams

Yes Darling, but is it Art?

Marionettes Inc.

No strings attached

Harry's Music

Harry Smith's Anthology of American Folk Music

Land Streicher

“Our battered suitcases were piled on the sidewalk again; we had longer ways to go. But no matter, the road is life.” Jack Kerouac