άφησα το αυτοκίνητο σχεδόν έξω από τα όρια της πόλης…
προτίμησα να γυρίσω σπίτι περπατώντας…
για μια στιγμή σκέφτηκα να πάρω λεωφορείο, να θυμηθώ πως είναι οι αστικές συγκοινωνίες της επαρχίας, αλλά δεν είχα φράγκο επάνω μου…
το τελευταίο δεκάευρω το ξόδεψα για καύσιμα…
ήθελα να περπατήσω υπό τη μορφή άσκησης…
η άσκηση παρόλα αυτά ελάχιστα καθάρισε το μυαλό μου…
όσο σκεφτόμουν πως μόλις είχα ακούσει πως κάποιοι είναι βρωμιάρηδες και θα μας κολλήσουν αρρώστιες, ανακάλυπτα νέα επίπεδα ειρωνείας και κρυμμένων νοημάτων στο χάλι μας…
σταμάτησα στη βιτρίνα ενός φωτογραφείου και κοίταξα τις φωτογραφίες στην πρόσοψη…
έδειχναν μια τεράστια προκυμαία, ήταν τραβηγμένες όλες με ευρυγώνιο φακό και είχαν μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα…
στις φωτογραφίες δεν υπήρχαν άνθρωποι…
μόνο πλοία, γερανοί, μπετόν και νερό…
δεν ξέρω πώς λεγόταν ο φωτoγράφος…
αναρωτήθηκα τι τους είχε κάνει τους ανθρώπους, πώς είχε καθαρίσει τόσο ολοκληρωτικά τις φωτογραφίες του από αυτούς…
ένα κορίτσι από το πακιστάν μάζευε κουτάκια αναψυκτικών…
γεια σου, της λέω…
γνωριζόμαστε; με ρωτάει…
δεν αποκλείεται, απαντώ…
ένιωσα εντελώς έξω από τα νερά μου, συνέχισα το περπάτημά μου και πάνω από την είσοδο ενός πάρκου είδα ένα πανό, το οποίο τράβηξε την προσοχή μου μόνο και μόνο επειδή ήταν ολοκαίνουργιο:
«κρατήστε την πόλη καθαρή»
γαμησέτα! σκέφτηκα, η διαδικασία γίνεται πολύ κοπιαστική…
όταν μπήκα σπίτι μου, στο δικό μου σπίτι, επειδή έχω σπίτι, δικό μου σπίτι, κάτι έγινε και το πάτωμα άρχισε να βουλιάζει σαν άμμος…
μπαίνει στο νοσοκομείο για φυσιολογικό τοκετό, και βγαίνει ένα αβγό, ένα αβγό τριάμιση κιλά… οι γιατροί δεν ξέρουν τι να κάνουν, του φοράνε μια πάνα και το χώνουν σε θερμοκοιτίδα… τίποτα! μετά λένε στη μητέρα να καθίσει πάνω του… τίποτα! βάζουν το αβγό στην αγκαλιά της μητέρας, εκείνη ερωτεύεται το αβγό, λέει οτι είναι το μωρό της, το αβγό δεν έχει μέλη για να κινηθεί, ούτε φωνή για να κλάψει… είναι ένα αβγό, τίποτε άλλο! η μητέρα παίρνει το αβγό στο σπίτι, του δίνει όνομα, το πλένει, ανησυχεί γι αυτό, αυτό μένει απαράλλαχτο, δε μεγαλώνει, αλλά εκείνη λέει είναι το «μωρό» της… ο άντρας της την παρατάει, οι φίλοι της δεν πηγαίνουν πια να τη δουν, εκείνη μιλάει στο αβγό, του λέει οτι το αγαπάει, το αβγό σπάει…
Πέρσιβαλ Έβερετ. Tο σβήσιμο, εκδ.Πόλις
δε θέλω να μοιάζω σε κανέναν, ψάχνω να βρω σε κάθε πράγμα το βαθύτερο νόημά του γιατί περνιέμαι για περιπλανώμενο εξιχνιαστή ερμηνειών που γυρίζει τον κόσμο, εγκαταλείπω κάθε φορά κάθε προσπάθεια να αποσαφηνίσω αυτά που θα μπορούσαν να ονομαστούν υποκειμενικά ή θεματικά νοηματικά σχήματα, και τα αντικαθιστώ με απλά περιγράμματα συγκεκριμένων περιστάσεων, από τις οποίες τουλάχιστον μπορώ να συνάγω συμπεράσματα, ικανά να μου δώσουν μια ιδέα του κόσμου…
η αλήθεια του κόσμου μού πέφτει κατακέφαλα κάθε ώρα και στιγμή και από καιρό έχω πάψει να εκπλήσσομαι…
με άλλα λόγια, παύω να δίνω σημασία…
μερικές φορές νιώθω τόσο αποκομμένος άνθρωπος, σα να μη ξέρω να μιλήσω ούτε να μιλήσω στους ανθρώπους νιώθω, γι αυτό ακριβώς θα θελα να μαι ένα σπασμένο αβγό…
υγ. το «ακριβώς» είναι τρομερά ανακριβές καθώς οι αναλυτές του ζητήματος «ποιος έκανε το αβγό κλπ κλπ…» δεν προσπαθούσαν να δουν το κοτέτσι, αλλά μάλλον να ορίσουν τις αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις για να ονομαστεί «ζήτημα» ένα ζήτημα… το «ακριβώς» επομένως, είναι ειρωνικό, αφού ισχυρίζεται σιωπηλά ότι το προτεινόμενο προς γραφή διήγημα, είναι υπεράνω των πεζών προσπαθειών μου να αλλάξω τον κόσμο μου…
η εικόνα στο βίδεο, είναι του René Magritte (1898-1967) και λέγεται «Captive», δηλαδή «Αιχμάλωτη» (1926)…
με μικροσκοπικά γράμματα που δεν διαβάζονται, γιατί πρέπει να πας πολύ κοντά και χτυπάνε οι συναγερμοί του μουσείου, ακριβώς δίπλα από τo φλεγόμενo μουσικό όργανο, ο καλλιτέχνης έχει προσθέσει την εξής αινιγματική επιγραφή:
«Ma chère et malfaisante,
Un soir je volerai ta guitare:
Pour faire des allumettes avec,
Pour faire des pinces à linge avec,
Pour faire une paire de claques avec,
Le son de ta guitare»
μτφ: Γλυκειά μου και κακούργα
‘Ενα βράδυ θα κλέψω την κιθάρα σου
Να φτιάξω σπίρτα
Να φτιάξω μανταλάκια
Να φτιάξω δυο χαστούκια
Με τον ήχο της κιθάρας σου…
σας παρακαλώ αγκαλιάστε τους όσο πιο απαλά, σφίξτε τους όσο πιο τρυφερά, χαϊδέψτε τους…
κομμάτι σας είναι…
εσείς τους γεννήσατε…
έτσι, όπως πάνω σας κρατιούνται με τα σφιγμένα από την αγωνιά και το φόβο δάχτυλά τους, στηρίξτε τους…
και νιώστε τα χείλη τους, που βυθισμένα στην σκόνη σας, στον κουρνιαχτό σας, σφραγίζουν σαν πόρτες τον απόηχο από αυτό που ήταν η κάποτε πνοή σας, προσταγή σας, ακόμα και διάζευξη…
ελευθερία ή θάνατος…
για την κραυγή μιλώ, που ανέβηκε μέσα από τα σπλάχνα τους, όχι μια, αλλά χίλιες μύριες φορές…
χώμα μου…
πέτρες μου…
και σκόνη μου…
κοιτάξτε τους έτσι όπως ο ψίθυρός τους πια παλέυει να γκρεμίσει την πλάκα που πάνω της απλώνεται σα βούτυρο σε ψωμί η δική μας «λευτεριά» με τη βελουδένια γεύση γαιουρτού…
ακούστε μιαν άλλη λευτεριά, που γεμάτη περίσκεψη και υπολογισμούς παλεύει την κάθε μέρα,κάθε μέρα…
δείτε τις μέρες μας, είναι αλυσίδες που δένουν τα χέρια, τις γλώσσες, τα πόδια, το νου μας…
ακούστε μιαν άλλη λευτεριά, που γεμάτη περίσκεψη και υπολογισμούς μετρά τους φόβους του μέσα μας στήθους τη νύχτα, κάθε νύχτα…
γιατί δεν ξημερώνουν νέες μέρες χώμα μου…
οι ίδιες μέρες διαρκούν στων ελλήνων το γένος…
χώμα μου…
πέτρες μου…
αγκαλιά ζητούν, της γυναίκας που, χαϊδεύει κεφάλια παιδιών, των παιδιών σας, που γεύεται καρπούς, τους καρπούς σας…
και φωνή ζητούν, τη δική σας φωνή που ξέρει να γίνεται πράξη και δρασκελιά…
όπου το κάθε βήμα να είναι ανεμπόδιστο, να διαλέγει τόπους και ανθρώπους άλλους…
να διαλέγει πατρίδα κοινής γλώσσας και ονείρων…
όχι ημερομηνιών…
χώμα μου…
πέτρες μου…
δείτε τους πώς παλέυουν την αγριάδα των δρόμων με τις στημμένες εξέδρες, πώς παλεύουν να σώσουν την ουσίας σας, αυτή που μας κάνει αδέρφια…
Xρονολογία της γέννησής τους πιθανόν το 903 π.X. – εξίσου πιθανόν το 903 μ.X. Eσπούδασαν ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά τους: λόγια και λόγια, – τι νά ‘καναν; Pακοσυλλέκτες τους είπαν. Kαι τώντι. Σύναξαν ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα κα- πέλα της υπόγειας Kόρης, κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο φθαρμένα σαντάλια, μάζεψαν ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα- κούλα του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, τούς δώσαν την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής τους: 1909. Bολεύτηκαν μ’ αυτήν, και έμειναν. Tέλος, το 3909 κάθισαν στο σκαμνί τους να καπνίσουν ένα τσι- γάρο. Tότε κατάφτασαν οι κόλακες· τους προσκυνούσαν· τους περ- νούσαν στα δάχτυλα λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν πως τά ‘χαν φτιάξει αυτοί με τ’ άδεια τους φυσίγγια πού ‘χαν μείνει στους λόφους. Γι’ αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψαν πλούσια με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής τους: η Άκρα Mινώα.
κάποιοι σε στιγμές ενθουσιασμού σκέφτονται ότι ζουν «τώρα» μια χρυσή στιγμή…
μέσα τους πιστεύουν πως «μετά», θα ζήσουν μια χρυσότερη…
…
όταν είναι κανείς νέος, δεν μπορεί να ζήσει με τη σκέψη ότι από εδώ και πέρα όλα θα ναι χειρότερα…
έτσι κι όταν κανείς είναι ευτυχισμένος…
όμως όταν δούμε πως η ζωή μας μοιάζει με μυθιστόρημα, έχει δηλαδή αρχίσει και ήδη έχει πάρει την τελική της μορφή, μπορούμε ίσως να ξεχωρίσουμε χρυσές, πολύ χρυσές, χρυσότερες..
χρυσότατες στιγμές…
ξέρουμε πως είναι φυλαγμένες στο παρελθόν, ότι εκεί θα μείνουν, ότι δε θα ξανάρθουν ίδιες ακριβώς…
είναι αλήθεια ότι ο πατέρας γνώρισε τη μητέρα όταν εγώ κοιμόμουν;
τόσοι ομφάλιοι λώροι που ρουφάν μανάδες, με τους εσώτερους κόμβους τους…
πώς να μην αμφιβάλλει…
τι ακατάσχετη φαγούρα στον ομφαλό με πιασε πάλι; ρωτούσε…
γύρισε και είδε τη σούστα που πήγαινε μπροστά, το μάγκα τοίχο-τοίχο…
ψιθύρισε τόσο ώστε να μην το ακούσει ούτε ο ίδιος,
δεν έτυχε στα χρόνια αυτά τίποτα να πετύχω!
οι α-δελφοί μου τρώνε εθνικό φαγί,
ζεσταίνονται με χαζο-ήλιους,
στέκονται μπρος στη τζαμαρία με τις φτέρες,
κι όταν ξυπνάν ένα πρωί,
θυμούνται άλλες μέρες,
ενώ
ακούνε στο ράδιο:
«έφτασε η ώρα Φοίβε, να κατέβεις στον ομαλό,
από τα βέλη,
γλύτωσε τον Σαρπηδόνα,
καθάρισε από το μαύρο αίμα το κορμί σου
έπειτα το νεκρό του σωμα αναλαμβάνοντας,
απόμακρα,
στου ποταμού τα ρείθρα,
οδήγησε,
κι εκεί τον λούζεις,
τον μυρώνεις,
με μύρο θεϊκό,
και του φοράς άφθαρτο ρούχο…
μετά τον εμπιστεύεσαι,
στους δίδυμους γοργούς ταξιδευτές,
τον Ύπνο και το Θάνατο,
στα χέρια τους να τον σηκώσουν
και φτάνοντας στην ώρα τους…»*
οι ανθρωπολόγοι θα ναι σε θέση να εξηγήσουν πως βγήκαμε από την ιστορία πιστεύοντας πως ήμασταν μέσα…
εξάλλου,
απ’ τα μισά του μήνα Μάρτη στον κόσμο τούτο είναι φορές που πάει κανείς και δίχως χάρτη…
το κακόν προέρχεται μάλλον εκ του ότι και ο πτωχότερος των Ελλήνων κέκτηται στρέμμα τι αμπέλου, καλύβην, μικράν σύνταξην, γωνίαν οικοπέδου ή άλλην οιανδήποτε κτίσιν, επιτρέπουσαν αυτώ να τρώγη ξηρόν άρτον και να θεσιθηρή εφ΄όλον το διάστημα του βίου του, όπως προμηθευθή εν οιονδήποτε προσφάγιον**
τι να κάμω; τι να μην κάμω; αναρωτήθηκε…
δεν πρέπει και να εξαπτηθώ πως έχω να κάνω κάτι άλλο κι όχι έναν εσωτερικό εκπολιτισμό…
κουράστηκα και να ζω σε αυτή τη χώρα της φαιδράς αμφιθυμίας…
κουράστηκα να ζω σκοτώνοντας το χρόνο μου μήπως και με αφήσουν ήσυχο στο μέλλον…
εδώ, στην αιχμή του χρόνου, φταίω κι εγώ… δε με ενδιαφέρει να λάμψει η αλήθεια κανενός, παρά μόνο να φανεί το δικό μου φως κι αυτό προσπαθώ … δε θέλω να εκδικηθώ κανέναν… επίσης δε θέλω να διχαστώ ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και στην επανάσταση…
* ιλιάδα, ραψ. Π, κάπου ανάμεσα μετά τον 665ο στίχο…
είναι ιδιαίτερος ο τρόπος με τον οποίο η διαδικασία της σκέψης παίρνει σάρκα και οστά…
είναι ιδιαίτερος ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αποκτά απτό χαρακτήρα…
οι μύες συσπώνται, τα δάχτυλα του δεξιού χεριού εκτείνονται και στρέφονται προς το σώμα με σκοπό να στηρίξουν το κεφάλι, προσπαθώντας να πετύχουν τον αυτοέλεγχο,ενώ το αριστερό χέρι χαλαρό δημιουργεί την αντίθεση…
το ανδρικό κορμί εμποτισμένο με διάχυτη ένταση, ωθεί στην υπόθεση μιας υποτιθέμενης αίσθησης…
άραγε ποια συναισθήματα δίνουν την εικόνα της κίνησης σε μια ανάπαυση;
άραγε το σωστό πλάσιμο και η κίνηση… είναι το αίμα και η πνοή στα έργα;
(Ο σκεπτόμενος,Τσαρούχης, 1936)
ο «Σκεπτόμενος» του Rodin μεταφράζεται με μια δόση ανατρεπτικού χιούμορ σε φιγούρα λαϊκού «Σκεπτόμενου» (1936) με τσιγάρο και ριγέ κοστούμι!
το έργο αυτό αντιπροσωπεύει το καταστάλαγμα της ζωγραφικής στο οποίο θέλουν να φτάσουν οι ζωγράφοι αποφεύγοντας την προοπτική…
ο τίτλος «στοχαστής» ή «σκεπτόμενος», που δόθηκε κάπως ειρωνικά στο ταπεινό αυτό έργο, έχει ένα αντίθετο αίσθημα από τον «σκεπτόμενο» του Rodin που ανήκει σε έναν άλλο κόσμο…δυτικό!
όσο προχωρούσε ο Τσαρούχης στην τεχνοτροπία αυτή έβλεπε το δίκιο και το άδικο των συμφωνούντων και αντιφρονούντων, καταλάβαινε αργότερα πόσο δυσκολότατο είναι να συνενώσει κανείς δυο τεχνοτροπίες, τη σχεδιαστική και την, ας πούμε, ανατολίτικη αντίληψη που περιέχει την χρωματικά επίπεδα…
το έργο αυτό έγινε από αντίδραση προς τις ακαδημαϊκές μελέτες του δημιουργού και την παράδοση…
άραγε μέσα από το χρώμα αναβιώνει μια παράδοση χαρίεσσα και εκφράζεται πλαστικά το ένστικτο;
η σκέψη μου παγιδευμένη σε μια εικονική ενδοτικότητα, σε ανολοκλήρωτες φράσεις, σε ανοίκειες λέξεις, σε αποχρώσες αδεξιότητες και φαινομενικές συμβάσεις, καταστρατηγεί όλους τους κανόνες και όλους τους νόμους της βαρύτητας, διότι με θαμπώνουν οι παρατηρήσεις εξαιτίας της άδικης παρέλασης του τέλειου και των μονομερών απόψεων επί ενός στιγμιαίου ή στοιχειώδους βλέμματος ή χάρη μιας στοιχειώδους ή στιγμιαίας εκδοχής…
η ζωή μου: σπαταλημένη…πετυχημένα!
αυτό που θα πρεπε να είχα κάνει,
ήταν να γραφτώ σε σχολή σκοποβολής στα δεκαοχτώ
να εξασκούμαι τρεις ώρες τη μέρα...
θα είχα μοιράσει μοιραία τραύματα με απόλυτο τουπέ!
μετά θα πήγαινα για…φαΐ!
είμαι οπαδός του “φάτε τώρα”
δίνω την εντύπωση λιθόστρωτου που από πάνω του περάσαν αιώνες...
βαριέμαι να θυμάμαι…το παρελθόν μου
και με εκπλήσσει που η συνείδησή μου συνεχίζει ενεργά στο πόστο της…
οπότε είπα oh! αυτή είναι μια καλή στιγμή για διάλειμμα!
επιτρέπεται η αντιγραφή μόνο με κιμωλία!το γνωστό μαλακό και εύθραυστο ασβεστολιθικό πέτρωμα ή άλλως τεμπεσίρι για καλές καραμπόλες επί του μαυροπίνακα ή επί της τσόχας…
ο παππούς μου έλεγε σύμφωνα με τον Νταμολάχ Σαϊντ Μοσταφά, όταν κοιμόμαστε η ψυχή φεύγει για άλλα μέρη
και ότι, αν τύχει και ξυπνήσεις πριν επιστρέψει στο σώμα σου, θα βρεις τον εαυτό σου μέσα σε ένα εφιάλτη δίχως τέλος…
σσσσσσσσστ! κοιμάμαι !
για να μαι εκεί που θέλω να μαι…
όχι ότι περιμένω να μου λυθούν οι απορίες, αλλά μου αρέσει να μ' έχουν σε υπόληψη!
συνήθως η ικανοποίηση έγκειται στο να μας έχει σε υπόληψη ένας μικρός κύκλος ανθρώπων...
ο α-η-δια-στι-κός Μoody είναι ένας απ αυτούς!