Tag Archives: υγιεινή διαSτροφή

x

DSC03238
ακούγεται το χιόνι, έχει 
έναν πολύ συγκεκριμένο θόρυβο, αρκεί να  αφουγκραστείς καλά, ακούγονται οι νιφάδες, τσακίζονται στο έδαφος μα αφήνουν πίσω τους ένα ήχο, έναν ήχο σαν του χαρτιού που τσαλακώνεται ή σαν του  ξύλου που καίγεται, και σήμερα το πρωί, είμαι σίγουρη πως άκουσα ένα παγωμένο δάσος να παλεύει με τις φλόγες,ο ουρανός, λευκοκίτρινος από βραδύς,το πρωί όταν τον κοίταξα να κόπηκε κομματάκια και έπεσε πάνω μου γλυκός σαν άχνη ζάχαρη,τον μύρισα, ουρανός ήταν άσπρο αχνιστό ψωμί και έπεσε πάνω μου σαν ψίχουλα θρυμματισμένα,που μάζεψα στην χούφτα μου ψίχουλα και τα κοίταζα μέχρι να λιώνουν απαλά, και τότε πρόσεξα μια νιφάδα που έπεσε πάνω στο μαύρο μου παλτό, έμεινε για λίγο ακίνητη, γιατί μια νιφάδα όταν πέφτει πάνω σε μαύρο ρούχο πάντα μένει για λίγο ακίνητη! αυτό το λίγο σου δίνει το χρόνο να παρατηρήσεις προσεκτικά τους κρυστάλλους και τα λουλουδένια δαντελωτά πλοκάμια της, και δεν υπάρχει πιο όμορφο πράμα από ένα κομματάκι σμιλεμένο πάγο που πέφτει από τον ουρανό στο μανίκι σου, ευτυχώς δεν αντάμωσα περαστικό γιατί θα έβλεπε στο βλέμμα μου το κενό του ψύχους, ευτυχώς δεν αντάμωσα περαστικό γιατί θα άκουγε στη φωνή μου μικρούς κρότους από θραύσματα πάγου κάτω από μια βάναυση μπότα, ρουφώ με μάτια και ρουθούνια  το ψύχος, και καθώς παλτό για τα μάτια δεν έχει εφευρεθεί, και ο άρρωστος αμφιβληστροειδής μου δεν με προστατεύει, αποφάσισα να εξοντώσω αυτό το λευκό ψύχος με όπλο ένα καφέ! τεντώνω το χέρι μακριά μου και με το βλέμμα μου ακολουθώ τις νιφάδες που σβήνουν μέσα στο καφετί υγρό,το μαύρο μου παλτό ασπρίζει… κάνω ένα βήμα, μετά κι άλλο, κι άλλο… αφήνω ίχνη από τις σόλες μου στον κάμπο μετά θα σταθώ και θα τα κοιτάξω με περίσκεψη, και ενώ το ψύχος άθελά του προκαλεί υγρούς διάφανους κόμπους σε μύτη και μάτια, αποφασίζω σίγουρα πως δε μου αρέσει το χιόνι που πέφτει στα βουνά γιατί έτσι κι αλλιώς είναι μακριά μου, αλλά μου αρέσει το χιόνι που πέφτει στον κάμπο, γιατί στον ελάχιστο χρόνο ζωής του πάντα σκέφτεται να κάνει λίγο χώρο και για μένα! άσχετο, αλλά αυτό με το «λευκό κλοιό» ως τηλεοπτική έκφραση, μου δίνει στα νεύρα…

 


ισοσκελώς;

τελικά εκείνο που η ιστορία, σαν επιστήμη ή σαν μύθος μπορεί να διδάξει, είναι πως η ζωή άλλο δε δικαιούται να ονομάζεται παρά μόνο  ότι γεννοβολάει πράξεις – κι ότι αυτοί που οι ζωές και οι ιστορίες τους τις ψυχές τους μπορούν να ταξιδεύουν, είναι αυτοί που παίρνουν ρίσκα, που σιχαίνονται κάθε συνήθεια κι εύκολα ξοδεύουν τον εαυτό τους – μα και κάθε ασφάλεια, που ‘ναι απ’το είναι της εντέλει σφαλερή, και χύνεται με άκρατη μανία…στην ανταρσία!

τι είναι άλλωστε η ζωή, αν όχι ένα μαύρο αστείο του σύμπαντος, στο οποίο ο περίγελος είναι ο καθένας από εμάς;

ποιες ισορροπίες προσπαθούμε να κρατήσουμε βουτηγμένοι και στα δάκρυα και στα χαμόγελα;

ποια aσφάλειa, έτσι ανόητα κυνηγούμε;

κρίμα που δε μας περιμένει κανείς ν’ αποφασίσουμε…

μα ξέρουμε, δεν υπάρχει πρόγραμμα σε αυτά τα δρώμενα, ούτε συντονιστής και τα λεφτά μας πίσω δε ζητάμε…

κι έτσι τελειώνω τώρα αυτή την εξιστόρηση, ταπεινοφρόνως,με ένα έμμεσης αιτιολόγησης σκέλος, πέρα απ’ όλα και πάνω, για να χαρώ, σε βάση καθημερινή, την ποίηση και να ξαποστάσω από των καιρών μου το δάκρυ και τη νέμεση, την απαξίωση και την προσβολή…


το ψωμί

astegos

δεν μετρώ την άρνηση του σήμερα,

γιατί ο χρόνος πολύ μίκραινε κοντά μου…

στάθηκα μπροστά του,

μετρώντας με πιθαμές το μήκος του…

πόσο λίγος ήταν μα ήταν τόσος!

για σήμερα…

δεν ξέρω αύριο…

η πόλη είναι φτωχή,

οι άνθρωποι  τρόμαξαν,

χάζεψαν,

φοβήθηκαν,

νομίζουν πως δεν πρέπει να στήνουμε άλλα δέντρα…

νομίζω τόσος λόγος δεν πρέπει να γίνεται για στολισμούς…

η φαντασία χώθηκε σε συρτάρια,

τα τρίγωνα δεν είναι μόνο για την αποφυγή της συνήθειας,

τα παιχνίδια δεν είναι μόνο για τα παιδιά,

το σημαδιακό θέλει ειδική σκέψη,

οι βασικοί συνειρμοί είναι προσωπική υπόθεση…


όλοι οι κλέφτες κάποια στιγμή κάτι πληρώνουν…

αυτό που κυρίως με αποτρέπει από το να καταγγγείλω τους ανθρώπους, να επιδιώκω την καταδίκη τους, να θέλω να τους βλάψω, είναι το ποιητικό μου αίσθημα, το ακατανίκητο αίσθημα της θείας αναρχίας, που δεσπόζει μέσα μου…

πάντα αστειεύομαι!

είμαι άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά, καλύτερα κι από τον ασκητή, από τον ερημίτη, ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα σύντομο πέρασμα… από το τίποτε ερχόμαστε, με το σπαραχτικό κλάμα του εμβρύου που στάζει ακόμα από τα νερά της μικροσκοπικής του λίμνης και στο τίποτε επιστρέφουμε, πάλι χωρίς γέλιο… τότε μάλιστα ούτε κλαίμε πια, δεν κλαίμε επειδή έχουμε κουραστεί από την κωμωδία που έχουμε εξαναγκαστεί να παίζουμε ζώντας… και η κωμωδία που παίξαμε δεν ήταν εκείνη που θα μπορούσαμε, που θα θέλαμε να παίξουμε…

ένα αγοράκι βαπτίζεται σε καθαρτήριο ύδωρ, το ύδωρ κυλά στο χνουδωτό ροδαλό κεφαλάκι του…

φανταστείτε, κάντε την πρόγνωση: μια μέρα θα καταλήξει στη στενή ή θα παντρευτεί μια … κουτσή , ή αυτός ο απαλός ανθός, θα τελειώσει τις μέρες του – αφού γίνει κορυφαίο στέλεχος, ή αρχηγός κράτους – μέσα στο βόρβορο της δημόσιας κατακραυγής…

 


discimus vitae*

αγωνίζεσαι να αφαιρέσεις τη φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάζεις με την άρρωστη γνώμη σου…

κάνεις άξια και δίκαια τη δουλειά σου όταν τη μέρα χτίζεις και τη νύχτα γκρεμίζεις…

αν αγνοείς το πρώτο μισό, το χρέος δηλαδή του χαλαστή, δε μορφώνεις ανθρώπους, γιατροπορεύεις άρρωστους…

ότι πιο καλό έχεις να προσφέρεις, είσαι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένος να το κρατήσεις κρυφό…

κι έτσι, οι ικανότητές σου διατελούν σε αρμονική σχέση με την μετριότητα και την ανεπάρκεια των μαθητών σου…

από την άλλη, ζεις σε μια εποχή που εκκωφαντικές και ασταμάτητες είναι οι κραυγές που δημιουργούν την εντύπωση της ύπαρξης μια ακόρεστης δίψας για παιδεία…

κι όταν κοιτάς στα μάτια όλους αυτούς που φωνάζουν, δεν αντικρύζεις παρά παθιασμένους δευτεροτριτοβάθμιους φανατικούς πολέμιους της αληθινής παιδείας…

είναι καιρός που συνήθισες πια να βλέπεις πολύ επιφυλακτικά όλους όσους μιλούν με θέρμη για τη λεγόμενη «λαϊκή παιδέια»…

ξέρεις πια, πως είναι γεννημένοι να υπηρετούν, να υπακούουν και κάθε στιγμή που ξετυλίγουν τα δυσκίνητα , τα αδέξια, τα ατροφικά διανοήματά τους, γίνεται ολοφάνερο από τι λογής πηλό τους έπλασε η φύση και ποιο σήμα κατατεθέν έχει χαράξει πάνω τους…

δε θα αποτελέσεις ψηφίδα στο ενιαίο ψηφιδωτό της οικονομίας της αγοράς της πολιτείας ασκώντας ένα επάγγελμα ρουτίνας, δε σού είναι άλλο μπορετή τούτη η υποβάθμιση της φύσης και της δουλειάς μου, δε αντέχεις να θεωρείσαι αξιοδάκρυτη σώρεψη από μαζώματα, και ηχηρό ρεντίκολο, μίζερος και κακομοίρης με  ξεβλαστωμένο χαμόγελο

δε θα συμμετάσχεις σε κανένα είδος «λαϊκής παιδείας» που κρατά τους μικρούς συνανθρώπους σου σε εκείνη τη σωστική ανεπιγνωσία, σε εκείνο τον ύπνο που οδηγεί σε κώμα…

επιζητάς ζωντάνεια, αμεσότητα, σφυγμό και κρούση κατά μέτωπο με τα πράγματα…

ξύπνα  λοιπόν, φέρσου έξυπνα …πήγαινε μέσα στην τάξη που είναι ο διαπιστεμένος σου χώρος, να τους μάθεις, μετά, πήγαινε  από παρακαμπτήριες, να ξεμάθουν!

«από σέβας, ελπίζω, ίσως μπορέσουμε

το ελαφρό το φυσικό μας να αλλάξουμε,

ξέρεις, ζικ ζακ πάει ο δρόμος προς εμάς»*

*«Discimus vitae», έλεγε ο Σενέκας, θα πει πως κάθε γνώση που περνάμε στο παιδί, και κάθε δεξιότητα που του αναπτύσσουμε είναι δεμένα με την πραγματικότητα όπως το νύχι με το κρέας, όχι θεωρίες και λόγια, όχι τα άψυχα και τα νοερά σκύβαλα των βιβλίων, που ούτε καταπίνουνται ούτε μασιούνται…εκτός από τον Ρωμανό τον Μελωδό τον συναξαριστή, άνθρωπος άλλο που να πήρε κομμάτι χαρτί και να το κατάπιε για να φωτιστεί και να μάθει, δεν υπήρξε…

*τρεις στίχοι από τη «Νύχτα της Βελπούργης» που ο Νίτσε μεταφέρει παραλλαγμένους, στο πρωτότυπο Φάουστ, ο λόγος είναι σε ενικό αριθμό...

το παρόν ποστίδιον είχε αφορμές κι αιτίες… ενδιαφέροντα λακτίσματα έλαβα από την επικαιρότητα, πάντα τραγική, από κάποιες διαλέξεις του Νίτσε γραμμένες το 1872(!) και «τα Ελληνικά» του Λιαντίνη του δάσκαλου που η τελευταία του πράξη είχε το νόημα της διαμαρτυρίας για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται, αφού ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους… η λύπη του γι αυτό το έγκλημα τον σκότωσε…


αμείλικτη αφαίρεση

προηγήθηκαν αρκετά παραδείγματα διαλόγων -ερωταποκρίσεων ανάμεσα σε δάσκαλους και μαθητές…

όλα, αρκετά ακατανόητα για ορθολογιστικά αυτιά!

κάποιος θα μπορούσε να κοπανήσει το ραβδί του στο κεφάλι του αλλουνού,

κάποιος να τού ρίξει μια κανάτα νερό…

επέστρεψα την ερώτηση…

είναι δυνατό να δημιουργήσω την εντύπωση πως προσθέτοντας το ύψος ή το βάρος μου, προσπαθώ να πετύχω ένα συνολικό άθροισμα, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθώ να μην καθυστερώ στο να επισημάνω πως επιχειρώ ακριβώς το αντίθετο με μια απόπειρα αμείλικτης αφαίρεσης;

πού το πας;

δε διστάζω να το ομολογήσω… θέλω να απομακρυνθώ όσο το δυνατό περισσότερο από την τέχνη του διαδάσκειν, με φάρσες, αστεία παιχνίδια, παγίδες και εξαπατήσεις, αντί να υποταχθώ στους αυστηρούς κανόνες, προσπαθώ να γελοιοποιήσω αυτή την τέχνη με ανεύθυνα παιχνίδια, χωρατά, και καγχασμούς…

σοβαρά μιλάς;

ναι βεβαίως, αυτές είναι οι προθέσεις μου, δε διστάζω να το ομολογήσω, αρκεί να μην απομακρυνθώ από εσάς…


απλή η κατάσταση, απλή…

αμίλητος θαυμαστής της εικόνας,

η αλήθεια…

σε σχέση με την κρίσιμη  κι ανάστροφη απόσταση,

η πάλη…

κι ενώ ο άγιος ευστάθιος φοβάται τους ύστερους κολυμβητές,

αυτοί,

συνεργάζονται με θησαυριστές γνώσεων,

να μη θιγούν οι επισκευαστές…

από την άλλη,

οι αγορές εκδίδουν αξίες,

οι αξίες επιδίδονται,

-μακάρι να στεριώσει το καφενείο-

οι ηρακλίδες χορεύουν τάνγκο με στατιστικολόγους,

οι συζυγίες συστοιχίζουν αμήχανα τα δάχτυλά τους,

τα επιχρίσματα χορεύουν και διοργανώνουν κοπές,

-υπόγεια η χροιά της γέυσης-

πάλι τα κοσμήματα κλείνουν τους δρόμους,

οι ψόφιες συζητήσεις πάνε με τη γυναικεία δεκτικότητα,

ενώ η πίτα πάει με σουβλάκι …

ω θαυμαστές εξυπηρετήσεις υπαλλήλων!

ω απόσυρση σώσιμο αφανή και φιλήδονη!

απλή η κατάσταση,

κεκλεισμένων των θυρών, εξορίζω τα γεγονότα και κλειδώνω τα φτωχά μου ελέη σε ήχους βαθείς απoκλειστικούς κι αστείρευτους…


τσιμπήστε με να ξυπνήσω!

πότισα τα λουλούδια, έφτιαξα ένα χυμό και απόθεσα το κορμί μου σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι…

κοίταξα τη δύση, η μέρα μίκρυνε πολύ, σκότωσα ένα κουνούπι και το ξεκόλλησα από το μπράτσο μου…

γέλασα…

σου παίρνουν το αίμα και σου αφήνουν τη φαγούρα!

είναι και αυτό μια ανταλλαγή! 

αυτό πρέπει να ταΐσει τ’ αβγά του, και συ θα θυμάσαι τι ωραία που νιώθεις όταν ξύνεσαι, αλλά και πόσο ωραία ήταν πριν σε πιάσει φαγούρα…

με τις πρώτες ψύχρες θα εξαφανιστούν βέβαια…


το κλειδί!

γιατί δεν θα συμφωνήσουμε βέβαια μονάχα μία φορά, ούτε δύο, ούτε καν λίγες, αλλά οι γνώμες-αντιλήψεις ανακυκλούνται συνεχώς στους ανθρώπους, άπειρες φορές…

κατασκευάζoυν νόρμες με τις οποίες ζουν κοινωνίες και κατόπιν εορτής έρχονται και επιβεβαιώνουν συμπτώματα μιας ασθένειας που οι ίδιοι είναι αιτία…
παίρνουν μια επιθυμία, σε σχέση με το πώς αποφάσισαν να είναι η κοινωνία και την μετατρέπουν σε νόρμα, πάνω στην οποία τοποθετούν ένα σκοπό: το κλείδωμα!

ως προς τι;…

προς επαλήθευση μιας οικονομικής θεωρίας…

ενός οικονομικού δόγματος μετά εξισώσεων…

μιας πανέξυπνης υπεράσπισης ενός ανορθολογικού συστήματος…

ενδεχόμενα, ανεπαρκές υπoϋπόδειγμα της ανθρώπινης φύσης και της παραπλανητικής θεωρίας για το πώς κλειδώνουμε και ξεκλειδώνουμε την υλική υπόσταση της ζωής μας με «μέτρα» , αλλά χωρίς την πραγματική επιμήκυνσή της…

είναι αλήθεια πως υπάρχουν  Λόγοι – με μεγάλο Λάμδα- για να ελπίζουμε;

την απάντηση μου την έδωσε ένας τοίχος: «δόξα τα λεφτά, θεός υπάρχει…»

υ.γ. διακριτικά μέσω λινκ δυο ουσιαστικά ιστολόγια που θεωρώ πως σε κάποιους φίλους με λυρικές, κοινωνιολογικές, δημοσιογραφικές, πολιτικές μα και ποιητικές αναζητήσεις, θα προσφέρουν σπουδαίες αναγνωστικές ιδέες…


στο καφενείο

μια ουδέτερη ζώνη

προσαρμοζόμαστε ήμερα ικανοποιημένοι

μ’ όσες τυχαίες παρηγοριές

εναποθέτει ο άνεμος

σε γλιστερές και μπόλικες τσέπες…

Χαρτ Κρέην έφα και συ τώρα μπορείς να αποπειραθείς αμερόληπτα να ανακεφαλαιώσεις τη ζωή σου, εξίσου απομακρυσμένος από την τσέπη σου, και γω το ίδιο…

έχω καιρό να κοιμηθώ καλά, καιρό να ονειρευτώ, και το πιο τραγικό είναι πως θυμάμαι πως ονειρεύτηκα πως ξεχνούσα το όνειρό μου που μόλις είχα δει και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως έβλεπα οτι αυτό το όνειρο έπρεπε να ξεχαστεί…

ακαριαία λησμονιά!

και μετά, σκέφτομαι τις εδεμικές ρίζες αυτών των «ύπνων» και των «ξύπνιων» μου…

μπορώ τώρα να καταλάβω γιατί κρύβει κανείς το πρόσωπό του μεσ’ στα χέρια του…

θέλει να προστατέψει το όνειρό του, το όραμά του…

να φυλάξει στη μικρή νύχτα των χεριών τον τελευταίο παράδεισό του…

μπορώ να καταλάβω και γιατί κλαίει κανείς τώρα!

αντιλαμβάνομαι πως είναι μάταιο, η πραγματική τιμωρία είναι τωρινή, καθόλου προπατορική..

η λησμονιά του κήπου, δηλαδή η πειθήνια συμμόρφωση. η βρόμικη και φτηνή επιθυμία της δουλειάς και του ιδρώτα του προσώπου και της πληρωμένης α(η)δίας, είναι τώρα…

*Γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου του 1899. Θεωρείται ο πιο εμπνευσμένος και ταλαντούχος ποιητής της γενιάς του και ένας από τους κορυφαίους αμερικανούς ποιητές του περασμένου αιώνα, αν και οι κριτικοί ανέκαθεν βρίσκονταν διχασμένοι για την αξία του έργου του. Χαρακτηρίστηκε προπομπός της Γενιάς των Μπιτ. Λίγο πριν το μεσημέρι της 27ης Απριλίου του 1932, ο Κρέην αυτοκτόνησε πηδώντας στα νερά του κόλπου του Μεξικού επιστρέφοντας με πλοίο στην Αμερική.


Le Cinéma va à l´école

Blog dédié au projet eTwinning entre Grèce et Espagne du même titre

Αυθόρμητες μεταβολές

του Λευτέρη Παπαθανάση

ΧΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ

Το προσωπικό μου blog

Toutestin Magazine

Art Feedback Machine

Redflecteur

About Art and Politics

απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

lerestnadine

This WordPress.com

Bouquet of dreams

Yes Darling, but is it Art?

Marionettes Inc.

No strings attached

Harry's Music

Harry Smith's Anthology of American Folk Music

Land Streicher

“Our battered suitcases were piled on the sidewalk again; we had longer ways to go. But no matter, the road is life.” Jack Kerouac

Αρέσει σε %d bloggers: