και ξαφνικά σηκώθηκε!από καιρό ήθελε, όπως, φαντάζεται, κι οι άλλοι…
αλλά φοβόταν…
τι;
ούτε και ο ίδιος ήξερε…
μπορεί αυτούς τους άλλους, όπως, φαντάζεται, κι αυτοί οι άλλοι…
είναι να μην τρυπώσει μέσα σου η ανασφάλεια, η μιζέρια, ο φόβος…
σηκώθηκε ξαφνικά και λέει στους άλλους, όπως, φαντάζεται, θα λέγανε κι αυτοί, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν έντρομος «γιατί εγώ κι όχι κάποιος άλλος», αλλλά ήταν ήδη πολύ αργά, είχε σηκωθεί επισήμως και με τρόπο που δεν υπονοούσε πως πάει για κατούρημα, σκέψη τελευταίας στιγμής, που την απέρριψε ακαριαία ως δειλόφρονα και απάξιά του…
σηκώθηκε λοιπόν και ψιθυρίζοντας μέσα του ευχές και προσευχές και «ότι θέλει γενέσθαι μετά των … αλλοφίλων», λέει δίχως περιστροφές, σκέτα, «εγώ τέρμα»!
σούσουρο γύρω του και μικροπανικός, στραβοκοιτάγματα, μορφασμοί ειρωνικοί και δεικτικοί…
για μια στιγμή αμφέβαλε, κι επανέλαβε «ε, ναι, τέρμα», για να πειστεί ότι ήταν αυτός που μίλησε…
τινάχτηκαν οι άλλοι τσιγκλισμένοι, «έλα δω ρε, που πας να μας πουλήσεις δίχως να πληρώσεις…»
επιστράτευσε όση μπορούσε ψυχραιμία έτοιμος να κατααρρεύσει, «αφήστε το…» είπε, κοιτώντας πέρα μακριά, με κάποιον δήθεν ρεμβασμό, «δεν γίνεται τίποτα, γίνεται; το είπατε και σεις, μόλις το είπατε, σχήμα λόγου βέβαια, αλλά με βολεύει… να πουλήσω χωρίς να πληρώσω, είπατε, δεν πάνε αυτά τα δυο μαζί, πάνε; γίνεται να πουλήσω και να πληρώσω; αν αγόραζα, ναι, μάλιστα να πληρώσω, αγόρασα μήπως τίποτα; όχι βέβαια… κι ούτε πούλησα τίποτα… και άρα τίποτα δεν πληρώνω…κι άμα θέλετε κι εδώ όρους αγοράς και εμπορίου, ε ναι ρε, πούλησα, ξεπούλησα και δεν πήρα φράγκο! το ίδιο φαντάζομαι και σεις, ε;»
σταμάτησε και τους κοίταζε έναν προς έναν, το μάτι του γυάλιζε λίιγο…
εκείνοι τον έβλεπαν περίεργα κι ύστερα κοιτιόντουσαν μεταξύ τους…
«καταλάβατε;» ρώτησε και περίμενε…
«ε, ούτε κι εγώ!» είπε χαμογελώντας πονηρά και περίμενε λίγο, «γι αυτό λοιπόν, εγώ, τέρμα» έκανε με έμφαση, και πήγε να φύγει…
«κάτσε κάτω», πέσαν οι άλλοι πάνω του σαν γύπες πεινασμένοι κι αιμοβόροι, «εξηγήσου κι άσε τα σοφίσματα»!
τον κρατούσαν με τα αόρατα δεσμά, κι αυτός από αυτά κρατιόταν, να λέμε την αλήθεια, εκείνης, της «πολλής συνάφειας» και εκείνων των «καθημερινών τους συναναστροφών» *
δε θα τα έσπαγε εύκολα, αναίμακτα ούτως ειπείν…
έμεινε αιχμάλωτός τους μέσα σε κενό σιωπηλής και ανήσυχης αναμονής, περιμένοντας την κανιβαλική τελετουργία… την ξέρανε δα όλοι τους καλά αυτή τη διαδικασία…. σάμπως τι άλλο διακονούσαν και περίμεναν τόσα χρόνια συναγμένοι πότε δω και πότε εκεί… ακόμα κι όταν ο κορεσμός φτάνει στην αηδία, η λαιμαργία για ένα νέο τερψιλαρύγγιο δημιουργεί την αυταπάτη μιας νέας πείνας, την ακράτητη επιθυμία απόλαυσης και άλλης γαστριμαργικής και πάσης εν γένει ηδονής, μέχρι θανάτου… κι άρχιζαν πάντα από το κεφάλι… επιμένανε ειδικότερα εκεί, συγκεκριμένα στο πρόσωπο, ιδιαίτερα στα μάτια και στο στόμα, από κει ραμφίζανε, ούτως ειπείν, τα μέσα τους ο ένας του άλλου…
τι και πώς να εξηγήσει τώρα, δεν ήξερε τι να τους πει και πώς να το πει, ούτε ήξερε γιατί ήθελε να πει αυτό που δεν ήξερε να πει και πώς να το πει, έπρεπε όμως κάτι να οπωσδήποτε να πει!
«κοιτάξτε…» μίλησε, «ακούστε… είναι πολλά και μπερδεμένα, σηκώνουν μεγάλη συζήτηση…καλύτερα να τα ‘λεγα, να τα εξηγούσα εγγράφως, όταν μπορέσω βέβαια, αργότερα… τώρα έχω ένα πρόβλημα στα δάχτυλα, κάνοντας να γράψω πονάνε αφόρητα στις γωνίες του bic και πετάνε κάλους… ίσως χρειάζομαι μια γραφομηχανή, άκουσα πως υπάρχουν και ηλεκτρικές, ηλεκτρονικές, χτυπάς τα πλήκτρα κταακ, κτακ, κτικ, κτικτακτατατακρτικτακ, κτικ, κι αλλάζουν οι αθεόφοβες αυτόματες σειρές, μάλιστα δε διορθώνεις με σβηστήρες, σβήνεις επί τόπου τα λάθη και τα ημαρτημένα σου… ύστερα είναι και το τηλέφωνο, α, δεν σας το είπα, μου δίνουν τηλέφωνο! η αίτησή μου εγκρίθηκε επιτέλους μετά από τριάμισι χρόνια, την είχα υποβάλλει αρχές του ’72 μόλις πήραμε το σπίτι… με είχανε μπερδέψει, λέει, με κάποιον κουκουέ, λόγω συνωνυμίας, αλλά κουκουές ξεκουκουές, πάει πέρασαν αυτά πια, θα μπορώ στο εξής να σηκώνω το ακουστικό όποτε θέλω από το σπίτι και ¨έλα μ’ ακούς¨, έκανε την παραστατική χειρονομία με τον αντίχειρα στο αυτί και τον μικρό στο στόμα…
έμεινε λίγο έτσι κι αναρωτήθηκε τι ήταν αυτά που έλεγε…
«αυτά που λέτε…» μουρμούρισε
τους κοίταζε πάλι έναν έναν, έβλεπε να περιμένουν σαν αρπακτικά, «τι άλλο…» ψέλισε γενικά και αόριστα…
έβγαλε το μαντήλι, «τι λέγαμε…;», σκούπισε τον ιδρώτα του…
«α, για το σπίτι, το θυμάστε, στο πάρτι που το εγκαινιάσαμε και πλάκωσε η ασφάλεια επειδή εκείνος ο ηλίθιος από απέναντι μας κάρφωσε ότι ακούγαμε και τραγουδούσαμε «ήλιε ήλιε αρχηγέ» του Διονύση, ανατρεπτικό τάχα… θ’ αργήσουμε βέβαια να το ξοφλήσουμε, θέλαμε ρετιρέ, αλλά δε μας βγήκε, έχει κι αυτό τα υπέρ και τα κατά του, τακτοποιήσαμε σαφώς όλα τα ηλεκτρικά μια χαρά, ψυγείο, κουζίνα, στερεοφωνικό, τηλεόραση, σκούπα, πλυντήρια, τα πάντα και …α, ναι, το αυτοκίνητο το ξέρετε, honda civic, τσίλικο, με δόσεις βέβαια κι αυτό, τώρα, λέμε να αλλάξουμε τηλεόραση, να πάρουμε έγχρωμη, την είδατε τη διαφήμιση; την παραγγείλαμε, που λέτε, κι όπου να ναι μας έρχεται, άκουσα κάτι και για βίντεο, βιντεοκλαμπ, …, δεν ξέρω, ξέρει κανείς σας;»
τον κοίταζαν αμίλητοι…
ιδρώτας, μαντήλι, σκούπισμα και πάλι…
«τι μένει μετά; α, ναι, λέμε να βάλουμε μπρος για κανένα εξοχικό, αργότερα, λίαν προσεχώς, το προλαβαίνουμε φαντάζομαι… το ξέρετε βέβαια, ή «Αύρα», το «Τιτάνια», η «Οαση», ο «Ορφέας» * έκλεισαν, όπου να ναι θα κλείσουν και τ’ άλλα σινεμά, γίνονται πολυκαταστήματα, γίνονται πολυκατοικίες και σούπερ μάρκετ… θέατρο δεν υπάρχει, εκείνο το ρημάδι το ωδείον, σαν μαυσωλείο, σαν κενοτάφιο, απορώ γιατί το κάνανε…άκουσα, τ’ ακούσατε κι εσείς; κάτι πάει να γίνει με ένα Θεσσαλικό…; για να δούμε όμως… ευτυχώς που έχουμε τουλάχιστον την τηλεόραση… θα προλάβουμε πιστεύω και το εξοχικό…»
δεν είχε τι άλλο να πει, πήρε βαθειά ανάσα, σκούπισε τον ιδρώτα του…
«καταλάβατε;» ρώτησε, κι έτσι για να κλείσει το λογύδριό του «να, αυτά…» είπε και … κάθισε!
κι όση ώρα αράδιαζε ξαναμμένος με ύφος βλακώδες το παραλλήρημά του, εκείνοι υπομειδιούσαν με βλέμμα «ότι θυμάται, χαίρεται…» έδειχναν πως μάλλον τον παρεξήγησαν κι άρχισαν να τον ξεχρεώνουν με κάποια καχυποψία βέβαια κι επιφύλαξη…
στο τέλος, ελαφρώς πως εκνευρισμένοι χαμογέλασαν ανακουφισμένοι κι επανήλθαν στο πάντοτε κάθισμα βαθύ στις πολιθρόνες τους… «ειπαμε κι εμείς…»πάλι στο βλέμμα τους, σάμπως και τι είπε δηλαδή; από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα είπε!
αυτός ήθελε να φύγει όπως το είχε αποφασίσει και τους το είχε πει, μα ένιωθε το κλίμα δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο ακόμα…
έμεινε λοιπόν στη θέση του ανάμεσά τους, αμέτοχος εφεξής με μια γεύση πικρής στάχτης στο στόμα, αυτή που αφήνουν τα αποκαΐδια…
κι όπως οι άλλοι άρχισαν πάλι τα ίδια συναξάρια, βλέποντάς τον κι επιτηρώντας τον ενίοτε καχύποπτα, σκεφτόταν πως δε θα ξαναβγει σε αυτό το αχανές κενό… και που βγαίνει, σάμπως τι βγαίνει;
πάντως όταν πήγε να κοιμηθεί, έπεσε ικανοποιημένος, ευτυχής μπορεί να πει, που, χωρίς να θέλει και δίχως να καταλάβει, τους μίλησε για τους ανεξιχνίαστους φόνους και τους ύπουλους δολοφόνους… για θύματα όμως λέξη, τίποτα δεν είχε πει… και τι να λεγε;
«τι περιμένεις από πτώματα;…» αναστέναξε, «σάμπως εγώ …τι; πρώτος και καλύτερος…»αναστέναξε πάλι και με αυτά συνέχεια μπλεκόταν, τα πτώματα, γι αυτό κι ο ύπνος του δεν ήταν ήρεμος…
————————————————————————————————-
* “όσο μπορείς”- Κ.Καβάφης
* παλιοί κινηματογράφοι στη Λάρισα
συνεχίζεται…
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...