Tag Archives: δε θα μείνω στο ράφι!

catch 22

τι σημαίνει άραγε catch-22;
πρόκειται για μία από εκείνες τις φράσεις-επινοήσεις που με την πάροδο του χρόνου ενσωματώνονται στο λεξιλόγιο και αναφέρονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, μια φράση του Joseph Heller κληρονομιά του κόσμου, ένας όρος που έγινε συνώνυμος με το παράδοξο της λογικής, όπως τουλάχιστον αυτή στρεβλώνεται στην κυβερνητική και τη στρατιωτική γλώσσα… κι αν η φράση «παράδοξο της λογικής» δημιουργεί, όχι άδικα, την εντύπωση οξύμωρου σχήματος, αρκεί να ανατρέξουμε σε πτυχές της καθημερινότητας, εκεί όπου η προϋπόθεση μετατρέπεται σε προαπαιτούμενο του …εαυτού της!

joseph_heller-catch_22

η κοινή λογική λέει πως τα ψέμματα και η παραμέληση του καθήκοντος είναι αμάρτημα και όπως είναι γνωστό το αμάρτημα είναι κακό και κανένα καλό δεν μπορεί να προέλθει από το κακό… όμως εκείνος ένιωθε ωραία, ένοιωθε  απολύτως θαυμάσια! άρα, ως λογικό επακόλουθο, τα ψέμματα και η παραμέληση του καθήκοντος δεν ήταν αμαρτήματα… ο πόλεμος του προσέφερε θεία έμπνευση, κι αυτή με τη σειρά της την τέλεια εξοικείωση με τη βολική τεχνική της εκλογίκευσης κι αυτό αν δεν είναι σούπερ ανακάλυψη, τι είναι; θαύμα; ναι, ήταν θαυματουργή η τεχνική της εκλογίκευσης… δε χρειάζεται κανένα κόλπο για να μετατραπεί η ανηθικότητα σε αρετή και η συκοφαντία σε αλήθεια, η ανικανότητα σε εγκράτεια, η αλαζονεία σε μετριοφροσύνη, η λεηλασία σε φιλανθρωπία, η κλεψιά σε τιμιότητα, η βλασφημία σε εξυπνάδα, η κτηνωδία σε πατριωτισμό και ο σαδισμός σε δικαιοσύνη…

οποιοσδήποτε μπορούσε να αποκτήσει αυτή την σούπερ τεχνική της εκλογίκευσης αρκεί να ήταν Γιοσάριαν, να ήταν δηλαδή καυστικός, δηκτικός, αυτοσαρκαστικός, πνευματώδης – χωρίς να απαρνιέται την τραγικότητα του αδιεξόδου του – να αντιπαρατίθεται στις δαγκάνες του συστήματος επιστρατεύοντας χωρίς δεύτερη σκέψη ακόμα και ακραίες νοητικές μεθόδους στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από τη φυλακή του κόσμου …

αν ήσουν Μερσώ* ή μάλλον Γιοσάριαν, αρκούσε ένας αναβρασμός , μια τρελή παρέα, κι όλη η γκάμα των ορθόδοξων ανηθικοτήτων της ανθρώπινης ιστορίας για να νιώσεις πως αποτελείς πυρήνα της ανθρωπότητας, να νιώσεις κολακευμένος μα και ανήσυχος, γιατί πάντα θα εμφανίζεται ένας σκληρός προϊστάμενος για σε πετάξει έξω στα σκυλιά και σένα και την παρέα σου, λες και είστε συμμορία αλητών…

εκεί λοιπόν, μέσα στο catch-22, τα βραδάκια ήταν σαν απαίσιες χολυγουντιανές υπερπαραγωγές σε Τεχνικολόρ…

εκεί μέσα στο catch-22,το ιδιότυπο ίδρυμα, οι ασθενείς υπογράφουν συμφωνίες με τους γιατρούς για το χρόνο αποθεραπείας και οι γιατροί  εφευρίσκουν νέες ασθένειες, και τους υπόσχονται να μην κάνουν τίποτα για να τους θεραπεύσουν…

εκεί στο catch-22 οι άντρες τα αντέχουν όλα, όσο απογοητευμένοι, δυστυχισμένοι, αποπροσανατολισμένοι, απείθαρχοι και απροσάρμοστοι κι αν είναι, κι αυτό γιατί είναι ανώριμοι, ανίκανοι να προσαρμοστούν στην ιδέα του πολέμου, αντιδρούν ή μάλιστα, γίνονται έξω φρενών στην ιδέα να φάνε μια σφαίρα στο κεφάλι, έχουν εδραιωμένα άγχη επιβίωσης, δεν τους αρέσουν οι νταήδες, οι ψευτοαριστοκράτες και οι υποκριτές, υποσυνείδητα μισούν πολλούς ανθρώπους, ή μάλλον συνειδητά μισούν πολλούς ανθρώπους, αντιδρούν στην ιδέα να τους ληστέψουν, να τους εκμεταλλευτούν, να τους εξευτελίσουν, να τους ταπεινώσουν ή να τους εξαπατήσουν…

στην παγίδα του catch-22, η αθλιότητα, οι ταλαιπωρίες, η απληστία, οι φτωχογειτονιές, η διαφθορά, η εγκληματικότητα, η αμάθεια, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία σε τέτοιο βαθμό, που η διαπίστωση προκαλεί μια ξέφρενη μανιοκατάθλιψη αν όχι έναν ξέφρενο ενθουσιασμό! μια παγίδα το catch-22 που καθόριζε πως η ανησυχία κάποιου για την προσωπική του ασφάλεια, μπροστά σε πραγματικούς και άμεσους κινδύνους, ήταν  απλά μια λειτουργία του νου…

τι είναι το catch-22

το κατς 22 είναι μια συνταγή για πουρέ του Joseph Heller πολύ επιτυχημένη!

συστατικά: εκατοντάδες πλάκες στρατιωτικό σαπούνι μαζί με πουρέ από γλυκοπατάτες μόνο και μόνο για να δείξει πως οι άνθρωποι έχουν γεύση βαρβάρων και δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά του καλού από το κακό!

τρώγεται ή όχι;

όχι ; η επιλογή ανάμεσα στο ναι και το όχι σας πληροφορώ πως δεν υφίσταται,  είναι απλά ψευδαίσθηση…

Μερσώ*: ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ


το χαμένο σαββατοκύριακο

μια φορά κι έναν καιρό, ένας σκωτσέζος στρατηγός, που τον έλεγαν Μάκβεθ, πίστεψε τις μάγισσες που του είχαν πει πως θα γίνει βασιλιάς της Σκωτίας, σκότωσε τον βασιλιά, πήρε τον θρόνο και ζούσε κλεισμένος στον πύργο του τον Ντάνσινεν, αλλά βασανιζόταν από αϋπνίες και αρχίζει να επισκέπτεται το μαντείο των Δελφών, τις μάγισσες εννοώ, που του προλέγουν ότι δεν θα νικηθεί παρά μόνο τη μέρα που το δάσος του Μπέρναμ θα κινήσει νά ‘ρθει στο Ντάνσινεν…

μια φορά και δυο καιρούς ο Ντον Μπέρναμ, συνονόματος του δάσους, ένας καθόλου τυχαίος πότης, ένας καθόλου κοινός μέθυσος, χάθηκε στο σύμπαν του αλκοόλ, άρχισε να βλέπει οράματα, να πλέει σε σκοτεινά καφκικά πελάγη εξιλέωσης, με ένα πλοίο  εύθραυστο, γυάλινο, με πλήρωμα τα φαντάσματά του, κουπιά τις παραμορφωμένη μοναξιά του, κατάρτι την πεισματική του άρνηση και πανιά τις περίτεχνα κουρελιασμένες δικαιολογίες του  και πετούσε στη θάλασσα της  ευημερούσας, δήθεν, κοινωνίας, όποιον δεν συμμεριζόταν το πάθος του…

«το βαρόμετρο του εσωτερικού του κόσμου προμήνυε ταραχές», δεν υπήρχαν εναλλακτικές ούτε παρερμηνείες, ο Ντον είχε δραπετεύσει από αυτή την κοινωνία, ή είχε αποβληθεί, το ίδιο μας κάνει, και είχε ενταχθεί στις στρατιές του μοναχικού πλήθους που όλο και μεγάλωναν παρεμππιπτόντως σήμερα είναι ανυπολόγιστος ο αριθμός των μελών τους και αφού ούτε εκεί το εγώ του δεν αξιολογήθηκε δεόντως, απέρριψε κάθε κοινωνική αξία και κρύφτηκε στους ίσκιους του δάσους του… Μπέρναμ! δε θέλησε θεατές, αν και κάθε παράσταση πάντα έχει, δεν έκοψε εισιτήρια αν και με λίγα δολάρια η διαταραγμένη του ισορροπία θα μπορούσε πρόσκαιρα να αποκατασταθεί, σύρθηκε κάτω από τη χαραμάδα απ’όπου ξεπηδούσαν αλκοολούχες αναθυμιάσεις, πήδηξε απ’το παράθυρο, περπάτησε ανυπολόγιστα χιλιόμετρα, καίγοντας ίχνη, έφτασε στο πολυπόθητο πέλαγος του αλκοόλ ,ρούφηξε κάθε του σταγόνα κι όταν έφτασε στον πυθμένα του εφιάλτη παρέα με τα κουρελιασμένα του οράματα και όπως συμβαίνει πάντα σε όποιον φτάνει στον πάτο, οι επιλογές είναι δύο: ή θα σηκωθείς ή θα αφεθείς!

thumbnail

η μαθητεία της αυτοκαταστροφής, ρεαλιστική, ανελέητα ακριβής, χωρίς λογοτεχνικές εξάρσεις, χωρίς εντυπωσιασμούς μελοδραματικούς, αλλά απόλυτα λιτή  η μυθιστορία του Τσαρλς Τζάκσον, αποτύπωσε στο μυαλό και στην καρδιά μου τα παθήματα ενός εξαρτημένου ανθρώπου που τη μια στιγμή είναι εύθραυστος σαν λεπτό γυαλί και την άλλη άγριο θηρίο,μεταδίδει μια αλκοολούχα τρέλα και ένα μοναδικό παράδειγμα προς αποφυγή(;) και το κείμενο παλλόμενο από την αρχή ως το τέλος !

καταδέχτηκα την πρόσκληση του αντιήρωα Ντον Μπέρναμ,  για ένα σαββατοκύριακο στο πανηγύρι της παράνοιας, εξάλλου ο καθείς και οι εμμονές του, ξέροντας πως θα υπάρξουν ταραχές,ξέροντας πως το τέλος δε θα ήταν καλό, αλλά, «το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή κι ωστόσο συνεχίζουμε» κι αυτή τη φράση όπως είπε Ντον,το λέω κι εγώ, θα μπορούσα να την έχω γράψει εγώ!ή θα μπορούσα το ημερολόγιο του Ντον να το συνεχίσω εγώ όταν εκείνος με «άφησε», γιατί απλά οι εξαρτήσεις και ο χρόνος ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά, ο χρόνος γίνεται μέγγενη και οι απώλειες μόνο με εξαρτήσεις μπορούν να εξοικονομηθούν…

άχρηστες πληροφορίες : ο Τσαρλς Τζάκσον, συγγραφέας του ενός βιβλίου, έγραψε Το Χαμένο Σαββατοκύριακο, 360 σελίδες που βρωμάνε αλκοόλ,  το 1940 , ήπιε τόσο πολύ, μέθυσε σε τέτοιο βαθμό, έβγαλε άλλα τόσα  δολάρια με τη συγγραφή ώστε κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν αξίζει τον κόπο και πρόσφερε την περιουσία του στην υπηρεσία της μεγάλης τέχνης του ανθρώπου, τη λογοτεχνία…


Mali ô Mali…

από το παράθυρο του αεροπλάνου η έρημος φάνταζε τόσο μεγάλη σαν ωκεανός! πόσο όμορφα αυτά τα χρώματα της άμμου!και οι αμμόλοφοι σαν κύματα να δεσπόζουν, μα είναι γνωστό πόσο εύκολα κάτω από τα πόδια σκορπίζουν…

«η ελπίδα δεν απογοητεύει ποτέ!», είπε ο οδηγός του ταξί στην Μadame Margueritte Bâ που τη μετέφερε από το αεροδρόμιο του Bamako στο πεδίο της… μάχης!

ίσως  οι αληθινές ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ, κι ακόμη περισσότερες εκείνες που πρέπει να γίνουν αντικείμενο αφήγησης,για έναν απλό λόγο: αποτελούν τον σκελετό του κόσμου…

ο Νίγηρας λοιπόν, ακόμα κι όταν δεν φαίνεται επειδή τον κρύβει η νύχτα είναι ο πιο ακριβός κι ο πιο τρελός ποταμός όλων των ποταμών,αντί να σκεφτεί να φτάσει στη θάλασσα λίγο πολύ ακολουθώντας μια πορεία λογική όπως όλα τα ποτάμια, ανηφορίζει νότια για να συγκρουστεί με την άμμο,με την έρημο και κάθε φορά, εδώ και χιλιετίες, η άμμος είναι αυτή που κερδίζει,παρότι ο Νίγηρας έχει οπαδούς να τον ενθαρρύνουν και στις δυο όχθες του παίζοντας ακατάπαυστα μουσική…

ξέρετε, η μουσική είναι η αδελφή του νερού, αλλά αυτά τα δυο αδέλφια απέναντι στην άμμο δεν κατορθώνουν και πολλά,το νερό κατεβάζει τα όπλα του, και τρέπεται σε υποχώρηση, δηλαδή ακολουθεί τη λογική πορεία, αυτή προς τη θάλασσα, εκεί που ο ήλιος το εξατμίζει…

όμως, η μητέρα φύση έχει φροντίσει για το μέλλον και του δίνει μια δεύτερη ευκαιρία, ως σύννεφα, συσσωρεύεται πάνω στα βουνά της Γουινέας, οι βροχές ταΐζουν την πηγή και το ποτάμι δυναμώνει και αρχινά ξανά μια μάχη ξανά χαμένη και όλα αρχίζουν ξανά και η άμμος συνεχίζει να προελαύνει…

μα το Μάλι,ω! το Μάλι δεν κατεβάζει τα όπλα…

η ιστορία δεν έχει ειπωθεί ακόμα, η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμα και η Μadame Margueritte Bâ κακώς πήρε στ’ αστεία τα λόγια του ταξιτζή!

mali

στο βιβλίο Mali, ô Mali, του Erik Orsenna, βρίσκουμε ξανά τη συνταξιούχο δασκάλα Μadame Margueritte Bâ, γεννημένη στο Duynasi, ηρωίδα προηγούμενου μυθιστορήματος όπου μεταβαίνει στο Παρίσι για να βρει τον εγγονό της, ταλαντούχο ποδοσφαιριστή της PSG, που έχει εγκαταλειφθεί και έχει εγκαταλείψει τον κόσμο του ποδοσφαίρου για να βυθιστεί στην παραβατικότητα… εδώ λοιπόν οι δυο τους, επιστρέφουν στο Μali… 

γι αυτή την πολύπαθη χώρα η Μadame Margueritte Bâ, είναι έμβλημα, είναι σαν την Jeanne d’Arc, ζει στη Γαλλία, και ηγείται ενός αγώνα τεράστιου, εκείνον του επαναπατρισμού, όλων των εξόριστων ή προσφύγων συμπατριωτών της… ας ειπωθεί εδώ πως το Μάλι χωρίζεται στα δυο,στο βόρειο επικρατούν οι τζιχαντιστές και στο νότιο όσοι προσπαθούν και καταφέρνουν να βρουν καταφύγιο από την κόλαση του βορά…

η Μadame Margueritte Bâ, παρά τα εβδομήντα της χρόνια, αγωνίζεται να σώσει την πατρίδα της από την τρομοκρατία, το λαθρεμπόριο, τα ναρκωτικά, τη διαφθορά! είπαμε, δεν είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, είναι ενσάρκωση της Jeanne d’ Arc!με τον εγγονό της Ισμαήλ, τον οποίο θα χρησιμοποιήσει ως γραμματέα και μέλλοντα αφηγητή της ιστορίας-γιατί η ιστορία πρέπει να μαθαίνεται- ξεκινά το ταξίδι, πρώτα στο νότο, μέχρι τον μαγευτικό Νίγηρα, μετά στο βορρά, τον επικίνδυνο βορρά, συγχρωτίζεται με τους τζιχαντιστές, ξανανοίγει σχολειά, διδάσκει, διανέμει αντισυλληπτικά, συγκρούεται με το διεφθαρμένο καθεστώς …και ως Δον Κιχώτης με σοφία και απεριόριστη γενναιοδωρία, υμνεί την αξία του αγώνα ενάντια στο ακατόρθωτο, μια αξία που ασπάζεται το πιο ακριβό και πιο τρελό ποτάμι του κόσμου, ο Νίγηρας!

Mali (1)

ο Οrsenna αισθάνεται μεγάλη αγάπη και θαυμασμό για αυτή τη χώρα και την ταυτίζει με μια προσωπικότητα μεγαλοπρεπή και πληθωρική ίσως θηριώδη, με τρυφερότητα αποκαλύπτει τις πτυχές της, δεν απογοητεύει ούτε στιγμή και ως το τέλος γίνεται σαφές πως πράγματι o άτυχος ποδοσφαιριστής αλλά τυχερός εγγονός Ισμαήλ, σαν τον ναύτη Ισμαήλ, τον αφηγητή του Μόμπυ Ντικ και η Μadame Margueritte Bâ σαν τον καπετάνιο Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπυ Ντικ, ταξιδεύουν μέσα στην έρημο που φαντάζε τόσο μεγάλη σαν ωκεανός και οι αμμόλοφοι σαν κύματα δεσπόζουν, μα οι δυο τους ξέρουν πόσο εύκολα κάτω από τα πόδια η άμμος σκορπίζει…

αχ πόσο αφελείς είναι οι συγγραφείς! η Αφρική θα σωθεί, και μάλιστα ο σωτήρας της θα ‘ναι γυναίκα, ναι! 

αχ πόσο αφελείς είναι οι συγγραφείς! η Αφρική θα σωθεί, και μάλιστα οι σωτήρες της θα ‘ναι οι …αφηγητές ιστοριών!

είπαμε, «η ελπίδα δεν απογοητεύει ποτέ!»


ενώ οι βατσιμάνηδες περιμένουν ακόμα…

εγώ ψάχνω το λιμάνι,προσπερνώντας τον κάβο…

Jean Claude Izzoτο μυθιστόρημα ανήκει στον  Ζαν-Κλωντ Ιζζό…

η ιστορία ξεκινάει ως εξής: το πλοίο Αλντεμπαράν ξεμένει στο λιμάνι της Μασσαλίας όταν ο απόπλους του εμποδίζεται με δικαστική απόφαση επειδή η πλοιοκτήτρια εταιρεία έχει χρέη, αποδεικνύεται ότι το πράγμα θα τραβήξει σε μάκρος και οι περισσότεροι ναυτικοί παίρνουν μια αποζημίωση και φεύγουν, όμως στο πλοίο μένουν μόνο τρεις, ο λιβανέζος πλοίαρχος, ο Αμπντούλ, ο έλληνας (ψαριανός μάλιστα) υποπλοίαρχος Διαμαντής κι ο τούρκος ασυρματιστής Νεντίμ, που ήταν να φύγει αλλά έχασε όλα του τα λεφτά και τα χαρτιά του σ’ ένα μπαρ του λιμανιού…

η ιστορία εκτυλίσσεται μεν στη Μασσαλία αλλά έχει και άφθονες αναδρομές στη ζωή των ηρώων, κι έτσι αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, αφού υπάρχουν αρκετές αναφορές στην Ελλάδα …

όμως για μένα το ενδιαφέρον βρίσκεται στην πρόγευση, αυτή που πήρα από το βιβλίο αυτό με την εμφανώς μη ικανοποιητική μετάφραση, ώστε να ξεκινήσω τη τριλογία της Μασσαλίας…

ας ξαναγυρίσω όμως στους τρεις χαμένους ναυτικούς…

ένας τούρκος, ένας έλληνας κι ένας λιβανέζος, μοιάζει σαν η αρχή ενός ανεκδότου , αλλά η αλήθεια είναι ότι οι ζωές των τριών ηρώων  -που το παρελθόν περνά από μπροστά τους σαν απολογισμός- κάθε άλλο παρά με ανέκδοτο που έχει πλάκα μοιάζει… εγκλωβισμένοι πάνω στο ακινητοποιημένο πλοίο, που σαπίζει και γεμίζει με κατσαρίδες, οι τρεις άντρες αναλογίζονται τα ταξίδια, τις ζωές μα κυρίως τις γυναίκες που αγάπησαν και άφησαν πίσω τους,ξεχασμένες ψυχές σε ένα λιμάνι της μεσογείου, τη Μασσαλία, ανάμεσα σε βαποράκια, πόρνες, νταβατζήδες, αρχιμαφιόζους, πληρωμένους φονιάδες  , προσπαθούν να αποδεχτούν ότι πρέπει να απαγκιστρωθούν απ’ αυτό που ήταν η ζωή τους στα κύματα και την αλμύρα και να βρουν ένα νέο σκοπό, ή και να μη βρουν……

οι περιπλανήσεις τους στα μπαρ του λιμανιού θα τους φέρουν κοντά σε δύο γυναίκες την ώριμη Αμινά και τη νεότερη Λαλά, σημαδεμένες κι αυτές από το παρελθόν και ειδικά η Αμινά από τον Διαμαντή που την αναζητούσε απελπισμένα, ξεχασμένες κι αυτές, ψυχές της Μεσογείου, προσπαθούν κι αυτές να αποδεχτούν ότι πρέπει να απαγκιστρωθούν απ’ αυτό που ήταν η ζωή τους στην ξηρά και την πίκρα και να βρουν ένα νέο σκοπό ή να μη βρουν…

ένα βιβλίο – φωτογραφική μηχανή – επικεντρωμένο στη θεώρηση της θάλασσας και της ζωής των ναυτικών ή των λιμανίσιων με ανθρωποκεντρικό ευρυγώνιο φακό, όπου ενώ η δράση εξελίσσεται στη στεριά, η θάλασσα απορροφά την αντίδραση…

ένα βιβλίο που μιλά για απέλπιδες έρωτες, περίεργες αναμνήσεις, φόβους, αγωνίες κι αμφιβολίες, στοιχεία ανθρώπινα δηλαδή, μπλεγμένα στις αλυσίδες μιας άγκυρας που κόλλησε στο βυθό της ζωής του λιμανιού της Μασσαλίας, μιας πόλης απόκοσμης, γοητευτικής…

ήταν σαν να διάβαζα για τη ζωή φίλου με πατέρα ναυτικό, ένιωθα οικεία,ήταν σα να διάβαζα για την ζωή μου,κι ας μην έχω ταξιδέψει χρόνια με πλοίο κι ας μη ζω σε λιμάνι, αλλά ήταν σα να ‘βλεπα τη ζωή μου όταν με καλούσε να κάνω επιλογές που δεν ήταν σημαντικές ή μπορεί και να ήταν και αφού δεν τις έκανα όταν έπρεπε, όφειλα κατόπιν να  συμβιβαστώ με την ιδέα του άγνωστου, προς μεγάλη έκπληξή μου, διότι δε θα ‘πρεπε να είναι άγνωστο, όμως και πάλι εγώ ένιωθα οικεία…

με βλέμμα προσωπικό, κοιτώντας τώρα πια το εξώφυλλό του,κι ενώ οι βατσιμάνηδες περιμένουν ακόμα,  νιώθω σαν να ‘χω κατέβει σε κάποιο λιμάνι και καθισμένη στη σκάλα βλέπω τον κόσμο από την αντίστροφη: από τη θάλασσα προς τη στεριά…

για να μάθω τι, ποιος οδηγεί τα βήματά μου πάνω στην ξηρά, για να βρω εμένα, γιατί πως θες να ξέρεις  προς τα πού πηγαίνεις αν έχεις έστω και μια στιγμή στη ζωή σου νομίσει πως έχασες τον ίδιο σου τον εαυτό;

η αφήγηση ταιριάζει λίγο με τα δικά μας «κόκκινα φανάρια» όμως παρασύρεται από τις ίδιες αφέλειες, πρόκειται για μια παραβολή μιας πόλης που αργοπεθαίνει ή για μια διατριβή πάνω στο θέμα της ανάμειξης των λαών …

πέρα από το μελοδραματικό στοιχείο που μου χάλασε το τέλος, το μυθιστόρημα,διαθέτει jazz υπόβαθρο που συνθέτει η mare nostrum…


28/50

φόβος

η επιθυμία της έπαυε να είναι επιθυμία αν δεν τη φοβόταν.κι όταν κάποτε φοβόταν πραγματικά, έφτιαχνε σπουδαία σενάρια τρόμου και κινδύνου. γινόταν ηρωίδα τρομερής μυθοπλασίας. όλο και περισσότερος φόβος για να τον νιώθει έντονα και κάποιες στιγμές ήθελε να γίνεται κομμάτια.στην αρχή φοβόταν το θεό, μετά τους νόμους, τέλος τον ίδιο τον εραστή της.

άσκηση

πώς εικονογραφείται ο φόβος;χιλιάδες φορές έχετε δει ηθοποιούς να τον παίζουν. παλιότερα κάποιοι ηθοποιοί έκαναν γκριμάτσες φόβου και μάλιστα φωτογραφίζονταν έτσι για να δείξουν τις ερμηνευτικές τους δυνατότητες! η ερμηνεία του φόβου κινδυνεύει από υπερβολικό παίξιμο και από λανθασμένη κλιμάκωση. δε θέλω να κάνετε πρόβες στον καθρέφτη με γκριμάτσες φόβου. δείτε πολλές φορές τη σκηνή του μπάνιου από την ταινία Ψυχώ του Χίτσκοκ και προσπαθήστε να την αναπαραστήσετε μοιράζοντας ρόλους μεταξύ σας. θα φροντίσω να είναι καθαρό το δικό μας μπάνιο, εδώ δίπλα, και να λειτουργεί καλά η μπαταρία. ζεστό νερό έχουμε.

o_daskalos_agapoyse_to_vovo_sinema_lakis_papastathis

το 28ο από ένα σύνολο 50 διηγημάτων που θεωρώ πως ίσως φανούν χρήσιμα σε όσους αγαπούν, ή ασχολούνται με το σινεμά ή το θέατρο , εκπαιδευτικούς αλλά και άλλους,εξάλλου όλοι παίζουμε κάποιους ρόλους,και όπως γράφει ο συγγραφέας στο επίμετρο μιας άλλης «διδασκαλίας», αν μπορείς να παίξεις πειστικά τη ζωή, τότε μπορείς να μπεις και στο παιχνίδι της δημιουργικής αφαίρεσης, γιατί τότε θα ξέρεις πώς να μη λες αυτό που στην κανονική αφήγηση, είναι απαραίτητο…


ο άνθρωπος αντίγραφο

… σε περασμένους καιρούς υπήρξε στη γη ένας βασιλιάς που θεωρούνταν πολύ σοφός και που, σε εύκαιρη στιγμή φιλοσοφικής έμπνευσης, δήλωσε, υποθέτουμε με την επισημότητα που είναι εγγενής του θρόνου,πως κάτω από τον ήλιο δεν υπάρχει τίποτα καινούριο…

κάτι τέτοιες φράσεις δεν πρέπει ποτέ να τις παίρνουμε υπερβολικά σοβαρά, αλλιώς υπάρχει περίπτωση εμείς να τις λέμεενώ όλα γύρω μας θα έχουν αλλάξει κι ο ήλιος δε θα είναι πια αυτός που ήταν…

το αντιστάθμισμα είναι ότι δεν ε΄χουν ποικίλει πολύ οι οι κινήσεις και οι χειρονομίες των ανθρώπων, όχι μόνο από την εποχή εκείνου του βασιλιά αλλά και από την αθάνατη εκείνη μέρα που το ανθρώπινο πρόσωπο αντιλήφθηκε τον εαυτό του για πρώτη φορά στη λεία επιφάνεια ενός λάκκου με νερό και σκέφτηκε:

αυτός είμαι εγώ…

τώρα που είμαστε, εδώ που βρισκόμαστε, κι αφού πέρασαν τέσσερα ή πέντε εκατομμύρια χρόνια, , οι αρχέγονες χειρονομίες συνεχίζουν να επαναλαμβάνονται μονότονα, αδιάφορες στις αλλαγές του ήλιου και του κόσμου που φωτίζεταιαπ΄αυτόν, κι αν χρειαζόμαστε ακόμα κάτι για να πειστούμε πως είναι έτσι, αρκεί να παρατηρήσουμε πως, μπροστά στη λεία επιφάνεια του καθρέφτη του μπάνιου του, ο Αντόνιο Κλάρο κολλά τη γεννιάδα που ανήκε στον Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο με την ίδια προσοχή, με την ίδια πνευματική συγκέντρωση ή ίσως με τον ίδιο φόβο με τα οποία, πριν λίγες βδομάδες ο Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο, σε άλλο μπάνιο και μπροστά σε άλλο καθρέφτη, είχε σχεδιάσει το μουστάκι του Αντόνιο Κλάρο πάνω στο δικό του πρόσωπο…

με λιγότερη αυτοπεποίθηση ωστόσο από τον άγριο πρόγονό τους, δεν υπέπεσαν στον πειρασμό να πουν:

αυτός είμαι εγώ…

γιατί από τότε, οι φόβοι άλλαξαν πολύ και οι αμφιβολίες ακόμα περισσότερο, εδώ, τώρα, αντί για ασφαλή κατάφαση, το μόνο που βγαίνει απ΄το στόμα μας είναι η ερώτηση:

αυτός ποιος είναι;

και σε αυτήν, ούτε σε άλλα τέσσερα και πέντε εκατομμύρια χρόνια δε θα καταφέρουν να δώσουν απάντηση…

o ανθρωπος αντιγραφο

ο άνθρωπος αντίγραφο του Σαραμάγκου είναι η συνάντηση με τον άλλο μας εαυτό, ο άλλος δεν αναγνωρίζεται παρά ως αντίγραφο, κάτι σαν απλή μίμηση της φύσης…

αυτό που κάποια τεμπέλα λογοτεχνία αποκαλούταν για πολύ καιρό εύγλωττη σιωπή, δεν υπάρχει, οι εύγλωττες σιωπές είναι απλώς λέξεις που έμειναν εμποδισμένες στο λαιμό, λέξεις που καταπόθηκαν και δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον κλοιό της γλώσσας…

λένε πως μισεί κανείς τον άλλο όταν μισεί τον εαυτό του, το χειρότερο όμως από όλα τα μίση είναι αυτό που βαραίνει όταν δεν μπορείς να αντέξεις την ομοιότητα του άλλου, και ίσως να είναι ακόμα χειρότερα όταν η ομοιότητα αυτή κάποια στιγμή γίνει απόλυτη…

είναι στιγμές που τα πράγματα μεγεθύνονται και ταυτόχρονα μικραίνουν, κενώνονται από κάθε νόημα και κάθε σημασία, η ύπαρξη χάνει την ουσία και τη σημασία της, χάνει ότι την κινεί και τη νοηματοδοτεί…

τέτοιες ακριβώς ήταν οι καφκικές οι στιγμές οι δικές μου που με ώθησαν να πληκτρολογήσω αυτό το κείμενο, στην εκούσια ή ακούσια μοναχικότητά μου, σκέφτηκα πόσο σπουδαίο είναι να έχεις κάποιον ν’ αγαπάς και να βλέπεις σε αυτόν τον εαυτό σου…


o κόσμος κοιτάζει τον Κόσμο…

μετά από μια σειρά διανοητικών ατυχιών που δεν αξίζει τον κόπο να τις θυμάται κανείς, αποφάσισε ότι η βασική του ασχολία από δω και πέρα θα ήταν να κοιτάζει τα πράγματα από έξω… ελαφρώς μύωπας,αφηρημένος και εσωστρεφής, δε μοιάζει από ταμπεραμέντο με εκείνο τον ανθρώπινο χαρακτήρα που συνήθως ορίζουμε ως παρατηρητή… κι όμως συχνά, ορισμένα πράγματα, ένας πέτρινος τοίχος, ένα κοχύλι, ένα φύλλο,μια τσαγιέρα, εμφανίζονται μπροστά του σαν να αποζητούν την έντονη κι αδιάλειπτη προσοχή του: κάθεται και χωρίς να το συνειδητοποιεί σχεδόν ούτε κι ο ίδιος, αρχίζει να τα παρατηρεί και το βλέμμα του διατρέχει όλες τις λεπτομέρειες και δεν καταφέρνει να ξεφύγει από αυτές…

τώρα αποφάσισε πως θα διπλασιάσει την προσοχή του:

πρώτον, δε θα αφήνει να του ξεφεύγουν τα καλέσματα των πραγμάτων και να φτάνουν ως αυτόν…

δεύτερον, θα δώσει στην πράξη της παρατήρησης τη σπουδαιότητα που της αξίζει…

στο σημείο αυτό βιώνει μια πρώτη στιγμή κρίσης:

σίγουρος πως από δω και πέρα ο κόσμος θα του αποκαλύπτει έναν ατελεύτητο πλούτο πραγμάτων άξιων να δει κανείς, δοκιμάζει να παρατηρήσει οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή του, δε νιώθει όμως καμιά ευχαρίστηση και σταματά!

ακολουθεί μια δεύτερη φάση στην οποία ο ίδιος πείθει τον εαυτό του ότι τα πράγματα που αξίζει να παρατηρεί κανείς είναι μονάχα μερικά και όχι άλλα και ότι πρέπει να ψάξει για να τα εντοπίσει, για να επιχειρήσει όμως κάτι τέτοιο, πρέπει κάθε φορά να αντιμετωπίζει προβλήματα επιλογών, αποκλεισμών,ιεραρχιών προτίμησης…

γρήγορα συνειδητοποιεί ότι έτσι καταστρέφει το καθετί, όπως του συμβαίνει πάντα όταν βάζει στη μέση το εγώ του και μαζί όλα τα προβλήματα που έχει με το εγώ του…

πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να δει τα πράγματα αφήνοντας στην άκρη το εγώ του;

ποιανού είναι τα μάτια που κοιτάζουν;

συνήθως σκεφτόμαστε πως το εγώ είναι κάποιος που στέκεται μπροστά στα μάτια μας, όπως το περβάζι ενός παραθύρου, και βλέπει τον κόσμο που απλώνεται εκεί μπροστά του,σε όλο του το εύρος… άρα υπάρχει κάποιο παράθυρο που βλέπει στον κόσμο!

εντάξει: από εκεί είναι ο κόσμος και από εδώ;

πάντα ο κόσμος!τι άλλο;

με μια μικρή προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης καταφέρνει να μετακινήσει τον κόσμο από εκεί μπροστά και να τον φέρει στο περβάζι… τότε όμως τι μένει έξω από το παράθυρο; πάλι ο κόσμος, που για την περίπτωση διχάζεται στο κόσμο που κοιτάζει και στον κόσμο που τον κοιτάζουν…

και αυτός, ο επιλεγόμενος και «εγώ» , δηλαδή ο κύριος Παλομάρ*;

ΠΑΛΟΜΑΡ

ίσως λοιπόν αφού ο κόσμος υπάρχει και από τις δυο πλευρές του παραθύρου, το εγώ να μην είναι τίποτε άλλο παρά το παράθυρο μέσα από το οποίο ο κόσμος κοιτάζει τον Κόσμο…

στην προκειμένη περίπτωση, για να κοιτάζει τον εαυτό του, ο κόσμος έχει ανάγκη τα μάτια (και τα γυαλιά)του κυρίου Παλομάρ βέβαια… άρα δεν είναι αρκετό να κοιτάζει κανείς τα πράγματα από έξω και όχι από μέσα: από δω και μπρος θα τα κοιτάζει με ένα βλέμμα που θα ‘ρχεται απ’έξω και όχι από μέσα του!

προσπαθεί να κάνει αμέσως το πείραμα: τώρα δεν είναι αυτός που κοιτάζει, αλλά ο έξω κόσμος που κοιτάζει έξω! αφού καθορίστηκε κι αυτό, στρέφει το βλέμμα του να δει μια γενικότερη μεταμόρφωση: τίποτα!

τον περικυκλώνει η συνήθης άχρωμη καθημερινότητα!

πρέπει να ξαναμελετήσει την κατάσταση από την αρχή! το ότι το έξω κοιτάζει έξω, δεν αρκεί!

από τη βουβή έκταση των πραγμάτων πρέπει να υπάρξει μια ένδειξη, ένα νεύμα! κάτι αποσπάται από τα άλλα με την πρόθεση να σημάνει κάτι…

τι να σημαίνει;

μάλλον τον εαυτό του! ένα πράγμα χαίρεται να το κοιτάζουν τα άλλα πράγματα μονάχα όταν είναι πεπεισμένο ότι εκφράζει τον εαυτό του και τίποτε άλλο, ανάμεσα σε πράγματα που εκφράζουν τον εαυτό τους και τίποτε άλλο… οι ευκαιρίες αυτού του είδους δεν είναι μάλλον συχνές,αλλά ή γρήγορα, θα πρέπει να εμφανιστούν αρκεί να περιμένει κανείς να επαληθευτεί μια από κείνες τις ευτυχείς συγκυρίες, όταν ο κόσμος θέλει να κοιτάζει και να τον κοιτάζουν την ίδια στιγμή, ενώ ταυτόχρονα ο κύριος Παλομάρ θα τύχει να περνά κάπου εκεί ανάμεσα…

με άλλα λόγια ο κύριος Παλομάρ δεν πρέπει να περιμένει, γιατί αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μονάχα όταν δεν τα περιμένει κανείς!

* Παλομάρ συμπτωματικά αλλά όχι τυχαία


οι αλήθειες του Harry Quebert…

ένα πρώτης τάξης θρίλερ, γεμάτο ανατροπές, αγωνία, ψεύδη όπου ο συγγραφέας οδηγεί το φαίνεσθαι με διαβολική ικανότητα, και ο αναγνώστης παραπλανάται…

η έρευνα ενός πολλά υποσχόμενου συγγραφέα, του Marcus Goldman, να απαλλάξει τον μέντορά του, Harry Quebert, σεβαστού συγγραφέα σε ολόκληρη την Αμερική, για ένα φόνο που πραγματοποιήθηκε  τριάντα περίπου χρόνια νωρίτερα, σκορπίζει την αγωνία, το 2008, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες σε πλήρη εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές που θα δουν τη νίκη του Ομπάμα, λεπτομέρεια καθόλου ασήμαντη, παρέχει στο συγγραφέα μια δικαιολογία για να ζωγραφίσει στο παρασκήνιο, την εικόνα μιας χώρας που γνωρίζει καλά, τον πουριτανισμό της, τις αντιφάσεις της, την ασφυκτική διαμόρφωση της κοινής γνώμης της επαρχίας της εξαιτίας του  εξωφρενικού ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης …

διασταυρούμενες  ερωτήσεις: ποια ήταν, στην πραγματικότητα η Nola, το νεαρό θύμα; ένας άγγελος ή ένας δαίμονας; ποιος τη σκότωσε και γιατί; τι ακριβώς συνέβη, το καλοκαίρι του 1975, στην Aurora του New Hampshire; γιατί ο Goldman να προσπαθήσει με κάθε κόστος να απαλλάξει τον Quebert όταν όλες οι ενδείξεις είναι εις βάρος του, γιατί παρακολουθείται στενά από τον εκδότη του, θα καταφέρει να το παραδώσει στην ώρα τους το χειρόγραφο του το επόμενο μυθιστόρημά του;

μέσα από πολλαπλές προοπτικές ο αφηγητής, ο ίδιος  ο Goldman βρίσκεται αντιμέτωπος με εκείνες των διαφόρων πρωταγωνιστών του δράματος, τους μάρτυρες, τους αξιωματικούς  της αστυνομίας…

οι παραδοχές και τα συμπεράσματα, συμπληρώνουν το παζλ ή ζωγραφίζουν τους αντιφατικούς καμβάδες της υπόθεσης Harry Quebert…

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΧΑΡΡΥ ΚΕΡΜΠΕΡΤ (1)

πορεία ανάγνωσης σταθερά εμπρός και πίσω στο χρόνο… οι ήρωες παρουσιάζονται με ρεαλισμό και πυκνότητα (η καρικατούρα της  εβραίας μητέρας, κύριος μοχλός, φέρνει  το σκοτάδι στις  έρευνες με ένα απαραίτητο άγγιγμα χιούμορ) όλα τα συστατικά εγγυώνται την επιτυχία ενός έξοχου θρίλερ  χρησιμοποιώντας όλα τα χαρακτηριστικά  του είδους η εμβέλεια της έρευνας-αφήγησης πηγαίνει πολύ μακριά, για τη διαλεύκανση μιας ποινικής υπόθεσης… επικαλύπτονται, ή μάλλον καλά αναμειγνύονται και άλλα θέματα: ο φερόμενος ως δράστης και ο πρώην φοιτητής του που μετατράπηκε σε ντετέκτιβ είναι και οι δύο συγγραφείς, νιώθουν το άγχος της κενής σελίδα, αναρωτιούνται για τα μυστήρια της λογοτεχνικής δημιουργίας, προβληματίζονται για τα  έσοδα από την ενδεχόμενη εμπορική επιτυχία ενός  μυθιστορήματος…

αχ αυτές οι ιδιοτροπίες της έμπνευσης του Marcus Goldman… από την διφορούμενη σχέση που  η λογοτεχνία έχει με τη ζωή, από τη φιλία που τον συνδέει με τον Harry Quebert , που ενσαρκώνεται από την κοινή τους αγάπη για τη γραφή και την πυγμαχία, συγκεκριμένη και ειδική η τελευταία ως αλληγορία για τον αγώνα που διέπει όλη τη δημιουργία του ανθρώπου , ο Harry λειτουργεί  ως αινιγματικός πατέρα ή μέντορας του Marcus … είναι ο χαρακτήρας ο πιο «πυκνός» στο μυθιστόρημα, φανερή η σοφία του, το  αδιαμφισβήτητο  βάθος του, από την άλλη, πώς δικαιολογείται το κενό  το συναισθηματικό ώστε να πέσει τρελά ερωτευμένος με ένα μικρό κορίτσι; αυτό δεν το γνωρίζει ούτε ο  συγγραφέας… ο Joel Dicker, ικανός να περπατά σε τεντωμένο σχοινί, το τεντωμένο σχοινί μεταξύ των αντίθετων πόλων μιας προσωπικότητας, μερικές φορές, υπολείπεται ίσως κάτω από την προφανή αμηχανία, όταν στο  βαθύ σκοτάδι ρίχνει μερικούς ερωτικούς διαλόγους, αφήνει κάποια μελό γράμματα να βόσκουν γελοία εδώ κι εκεί σε μερικές σελίδες… καλύτερο θα ήταν να κινηθεί προς την ανίχνευση του πάθους…

αν και  είναι  ασήμαντες οι δικές μου σκέψεις, θεωρώ σαφές ότι ο συγγραφέας παίρνει ελευθερίες στη σύνταξη του μυθιστορήματος, σημειωτέον  το δεύτερό του, με μια αμελή συχνότητα η οποία ταιριάζει  μόνο με την απερισκεψία, του νέου σχολαστικού συγγραφέα… λόγου χάρη διακρίνω έστω και από τη μετάφραση, μια τυποποιημένη γλώσσα…

ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι  επιβλητικό, όχι εξαιτίας του όγκου του  αλλά και χάρη στην πνοή και στο ρυθμό του, χαρακτηρίζεται από ψυχολογική φινέτσα, λεπτή και δαιδαλώδη πλοκή αφού ακόμα και η τελευταία σελίδα κλείνει με την ψυχολογική αλήθεια χαρακτήρων που είναι δύσκολο να απεμπλακούν από την  υπόθεση Harry Quebert …εξάλλου πρόκειται για ένα βιβλίο που αφορά την επαρχία και τη σκληρότητα των απλών ανθρώπων!

χωρίς την αμέλεια που προανέφερα, θα επρόκειτο για  αριστούργημα… πούλησε τρελά πάντως, σε κάθε περίπτωση, δε θα αναφερθώ στην  ηθική του καταναλωτή, θα κλείσω λέγοντας  πως  το προτείνω χωρίς περαιτέρω περιορισμούς…


σεληνιασμός…

σεληνιασμος

είχε πράγματι λόγο να ανησυχεί;

τίποτε το μη φυσιολογικό δεν είχε συμβεί…

υπήρξε κάποια απειλή;

ήταν αστείο να χάνει την ψυχραιμία του, γνώριζε πολύ καλά πως εδώ, στο μέσο αυτής της γιορτής, δεν έπρεπε να αντιδράσει…

άλλωστε για να μιλήσουμε καθαρά, δεν ήταν η ανησυχία που τον καθιστούσε ανίκανο να εντοπίσει πότε ξεκίνησε όλο αυτό το αγωνιώδες παραλήρημα, όλη αυτή η κακοδαιμονία και η ανεπαίσθητη ισορροπία…

είναι βέβαιο πως η αρχή δεν έγινε με την αναχώρησή του από την Ευρώπη με προορισμό τη Γκαμπόν, τότε ο Joseph ήταν γεμάτος τόλμη και ενθουσιασμό…

μήπως έγινε όταν πάτησε το πόδι του στη Λιμπρεβίλ;

μήπως την πρώτη κιόλας στιγμή της επαφής του με αυτό τον κόκκινο, ζεστό, υγρό τόπο;

η ναυτία σταμάτησε όταν φάνηκε η λεπτή λευκή γραμμή του ορίζοντα, ή η λεπτή υπόλευκη γραμμή μιας αμμουδιάς…

δεν ήταν βέβαιος…

οι γραμμές στην Αφρική μπερδεύονται…

το φωτεινό του ορίζοντα ακουμπάει στο σκοτεινό του δάσους, το γκρίζο των κυμάτων διαλύεται στο ασημί τ\ων άστρων…

καυτός ήλιος και λυπημένες αποικίες, ένας νεαρός άνδρας που εγκαταλείπει τη La Rochelle, με την εύνοια της οικογένειας μαζί του, για μια θέση δημοσίου υπαλλήλου στην Αφρική, και μια στενή λωρίδα γης και ένα ποτάμι και ο Georges Simenon…

ίσως ο Joseph και o Simenon  να ‘ναι στην ουσία ένα πρόσωπο, εξάλλου ο συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει διάφορα ψευδώνυμα κατά την διαβίωσή του στις χώρες της Αφρικής, μιας Αφρικής γεμάτη στερεότυπα, αποικιοκρατική βία, προκαταλήψεις και ρατσιστικά κλισέ…

η Αφρική είναι ο καταλληλότερος τόπος για να εξυπηρετηθούν άνετα τα παραπάνω είτε μέσα από τη λογοτεχνία η από την έβδομη τέχνη…

ο Simenon έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με τον τόπο αυτό, L’heure du Nègre, 45 degrés à l’ombre, Le blanc à  lunettes, στο Σεληνιασμό (Le Coup de Lune) , ο συγγραφέας θέλει να σκοτώσει τον κυρίαρχο του παιχνιδιού, να περάσει σε ένα νέο στάδιο διατηρώντας την αινιγματική φόρμουλα για το ξετύλιγμα του καμβά της ιστορίας…

ένας ιδρωμένος και πλαδαρός αστυνομικός, ένας φρέσκος και νεαρός ευρωπαίος, πολλοί αντικατοπτρισμοί, καυτός ήλιος, άφθονο αλκοόλ, συνεχής λήθαργος, εχθρική φύση, πικρά κινίνα, υγρή πλήξη…

η διαρκής ασυμφωνία με το περιβάλλον και η συνεχής αίσθηση του εξωπραγματικού οδηγούν σε ανελέητα ερωτήματα!

πρόκειται για φάρσα;

τι είναι ; τι έγινε; έγινε;

τι υπάρχει; υπάρχει;

υπάρχει ίσως μια κόλαση θα έλεγα εγώ, που την ανάβασή της πρέπει να επιχειρήσει ο Joseph, αναζητώντας απεγνωσμένα την αξιοπρέπεια του και τη δικαιοσύνη, παλεύοντας με τη λογική και την τρέλα!

την αίσθηση του προσωρινού μου έδιναν οι δυο τελευταίες καθ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης και η δική μου αμφιβολία δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν δική μου ή ανήκε αποκλειστικά στο Joseph…

εκείνο που κάθε στιγμή πάντως θα ήθελα να του ψιθυρίσω στο αυτί όταν αποχαυνωμένος τυλίγοταν στα γαριασμένο σεντόνια της Adèle, ήταν να προσέχει να μην καταστραφεί από τον κόσμο που μόλις ανακάλυψε!

εξάλλου δεν υπάρχει!

ή μήπως υπάρχει;


Ροσάλντε…

τα υγρά δρομάκια σου τα υφασμένα από απλά νήματα ζωής κανείς δεν τα ‘χει δει καθαρά, κανείς ποτέ δε συνειδητοποίησε πως τυφλά πάντα τα διάβαινε, κανείς, παρά τις όποιες απόπειρες, δεν είδε καθαρά, παρ’ όλη τη λαχτάρα του, παρά τις απόπειρές του, την εδέμ της ζωής του…

μέχρι εκείνη την άφατη στιγμή!

δυσοίωνη χαρά και φλογισμένος πόνος, πόνος άγριος, ανυπόφορος,μα καθαρός και μεγαλειώδης, φλογισμένος και λαμπερός συγχρόνως,τόσο λαμπερός που να φαίνεται ολοκάθαρα πόσο μικρή,δόλια στρεβλωμένη και συφοριασμένη η ζωή, φθίνει στο τίποτα, με τρόπο τόσο ανάξιο ακόμα και να τη σκεφτεί κανείς,ακόμα και να την ψέξει…

παράδοση άνευ όρων, λαχτάρα σχεδόν για το τέλος!

τότε υψωμένοι πάνω από αυτό που ονομάζεται εαυτός, και με μοναδικό απομεινάρι την τέχνη, ως ξένοι, παράξενοι, ψυχροί μα ωστόσο ακατανίκητα παθιασμένοι, παρατηρούν,βλέπουν και συμμετέχουν σε αυτό το έργο της δημιουργίας που ακούει στο όνομα «Ροσάλντε»

άπαρτη μοναξιά, κατακάθι και αξία συγχρόνως μια ζωής αποτυχημένης, γεμάτης από την ψυχρή γοητεία της τέχνης…

νοτισμένος με πικρή μυρωδιά ο αέρας,σπρώχνει τα βήματα μακριά από το παρελθόν…

και ο ήρωας,σαν ναυαγός με σχεδία ένα καρυδότσουφλο, που φτάνει στην ακτή και το εγκαταλείπει, γεμάτος πρόκληση και τολμηρό πάθος, ατενίζει το μέλλον, την νέα ζωή, χωρίς ψηλαφίσματα στα σκοτεινά πια, χωρίς αχνά φωτισμένες περιπλανήσεις…

πολύ πιο αργά και ίσως οδυνηρότερα από τον καθένα, κατάφερε να απαλλαγεί από το λυκόφως μιας νιότης,με μια κατακόρυφη αναρρίχηση,από τον πάτο ως το χείλος του πηγαδιού…

τώρα ενδεής και άπλερος μέσα στο άπλετο φως, στέκεται αποφασισμένος…

rosalnte-erman-esse

το μυθιστόρημα δεν έχει το μεταφυσικό στοιχείο που υπάρχει στα μετέπειτα αριστουργήματα τού Έσσε, είναι απλό και ρεαλιστικό, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αρκετά αυτοβιογραφικό δημιούργημα και η ιστορία καλολαξεμένη, είναι αναμφισβήτητα βγαλμένη από τις τότε νωπές εμπειρίες τού ίδιου τού Έσσε…θέτει βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα και κάποιες φορές δίνει και απαντήσεις!

ο Έσσε, όπως και οι ήρωές του, σχοινοβατεί σε όλη την έκταση των σελίδων του πάνω σε υπαρξιακές αντιφάσεις, συντροφεύεται αλλά βιώνει απίστευτη μοναξιά, γοητεύεται από το άγνωστο και σκοτεινό, αλλά αποζητά και δένεται εντέλει με το οικείο, αποδεικνύει ότι η τέχνη είναι γέννημα εσωτερικής και εξωτερικής διαλεκτικής και συνάμα προϊόντα καταλυτικών συγκυριών που σχεδόν καρμικά ερμηνεύουν ή αλλάζουν τη ζωή μας…

ταχυδακτυλουργός,σαν τη φύση,ντύνει το κείμενό του με πλουμιστή φορεσιά,και μεις ως αναγνώστες, αναζητούμε ανάμεσα στην πυκνή φυλλωσιά, τους καρπούς,τους τρώμε και πετάμε τα κουκούτσια στο χώμα, αλλά σε αυτά τα κουκούτσια, όπως έλεγε και η Παξινού, βρίσκεται η σοδειά…

η σοδειά λοιπόν, μετά από την μελέτη αυτού του βιβλίου, είναι ηλεκτρικό μήνυμα, είναι κώδικας… 

είναι ο κώδικας της ανθρώπινης ύπαρξης!

απλός και πολυσύνθετος συνάμα! με άγγιξε!


Le Cinéma va à l´école

Blog dédié au projet eTwinning entre Grèce et Espagne du même titre

Αυθόρμητες μεταβολές

του Λευτέρη Παπαθανάση

ΧΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ

Το προσωπικό μου blog

Toutestin Magazine

Art Feedback Machine

Redflecteur

About Art and Politics

απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

lerestnadine

This WordPress.com

Bouquet of dreams

Yes Darling, but is it Art?

Marionettes Inc.

No strings attached

Harry's Music

Harry Smith's Anthology of American Folk Music

Land Streicher

“Our battered suitcases were piled on the sidewalk again; we had longer ways to go. But no matter, the road is life.” Jack Kerouac

Αρέσει σε %d bloggers: