Tag Archives: από μνήμης

ιαμβικός ή πλιέ;

κι αφού όλο ξέφτια γέμισα, και μουχλιασμένα παράθυρα που δεν φωταγωγούν, σφαλίζουν τους χρόνους μου,
κι αφού όλα τερατοποιήθηκαν από απουσίας αιτία,
αναρωτιέμαι:
τί είναι ψέμα;
τί είναι ανάγκη;
τί είναι πολύ;
παίρνω τις αιτίες, ακούοντας φτηνές απομιμήσεις διανόησης και κόλπα εργασιακά!
αφοσιώνομαι στο χορό και την ποίηση!
ποιήτρια ή χορεύτρια;
ιαμβικός ή πλιέ;
ο καιρός κακός ταιριάζει με τις εφημερίδες…
και η «χορεία» ταιράζει με τη μουσική και την όρχηση…
εγώ δε, ανταποκρίνομαι λόγω της φυσικής ορμής που κάθε φυσικό ον για κίνηση διαθέτει…
σκέφτομαι πως έχω κάνει ένα τρομαχτικό λάθος…
αφενός πήγα με τον Πλάτωνα κι αφετέρου έχω μετατρέψει την ελπίδα σε προσδοκία και έχω καταθέσει το μυαλό μου σε τράπεζα αντιφατικών μηνυμάτων!
σκέφτομαι ότι, με τις απαιτήσεις του ελεύθερου χρόνου μου,
μια λίστα σε μέγεθος πορτοφολιού με ένα τοπ τεν των μεγαλύτερων φιλοσοφικών επιτυχιών, θα μπορούσε να με κάνει να τα κονομήσω, να ξεφύγω από αυτό το πολιτισμικό, ελλειμματικό και αδιέξοδο παρόν, από αυτό το «ξεχειλωμένο θέλω»…
την ακούει και μπαίνει μέσα έξαλλος, κάτι του έχουν σφυρίξει…
«σ’έχω στο χέρι ρουφιάνα» σκέφτεται…
εκείνη τον κοιτάει δήθεν αθώα…
«στην ντουλάπα τον έχεις μωρή;» τη ρωτάει με ύφος εξαπατημένου ψηφοφόρου…
(άχνα)
«δε μιλάει…τη τσάκωσα!», σκέφτεται και ορμάει με δυο, ίσως και τρεις δρασκελιές και ανοίγει την ντουλάπα…
κιχ δε προλαβαίνει να κάνει και πέφτουν πάνω του… Καμυ, Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Αριστοφάνης, Σοφοκλής, Αισχύλος, Νίτσε, Καντ, Ρουσσώ, Καστοριάδης, Μαρξ, Χομπσμπάουμ, Μάρκος Αυρήλιος, Σωκράτης, Μπακούνιν, Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Ρεμπώ  και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά…
χάνει τις αισθήσεις του και δεν παίρνει χαμπάρι τους υπόλοιπους…
όταν συνέρχεται η ντουλάπα είναι άδεια…
εκείνη τον κοιτάει χαμογελαστά και σκέφτεται το αδιανόητο τίποτα*…
όμως, με ένα πλιέ τού ξεφεύγει!
«με όλους πήγες παναθεμά σε;» την κυνηγά…
«δε πρόλαβα, αλλά χρόνος υπάρχει…όχι αρκετός, αλλά υπάρχει!» του απαντάει…
με ένα ακόμα πλιέ εξαφανίζεται από το κάδρο…
«πουτάνα δίψα… με τίποτα δε σε ικανοποιώ!» μουρμούρισε ικανοποιημένος και άρχισε πάλι να ψάχνει για κάποια πρώτη εκτέλεση κάποιου τραγουδιού που κάπου είχε δει… ακούσει… κάποτε…
παρ’ όλα αυτά, »νόημα» εξακολουθεί να υπάρχει σε κάθε εμμονή…
«το αδιανόητο τίποτα» είναι τίτλος έργου του Στέλιου Ράμφου, που ο ελλειμματικός εαυτός μου δεν ολοκλήρωσε ποτέ, ίσως επειδή δε βρήκε το «κλειδί» του βιβλίου που είναι η διάσταση ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική

σαν ρούχο ουρανέ μου…

πώς γίνεται να μου πάρεις αποτυπώματα βουτώντας μου το δάχτυλο σε μια κούπα μέλι;

πρέπει να σου πω , οτι όταν σε βλέπω σκέφτομαι οτι είσαι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου…

ενώ όταν δε σε βλέπω εγώ,σκέφτομαι οτι εσύ είσαι εκτός τόπου και χρόνου…

παραμιλάω σε όνειρο ή μιλάω μόνη μου

έτσι, προσπαθώ να τονωθώ με  παραδείγματα απ τη ζωή μου όπου είχα ξεπεράσει φαινομενικά αξεπέραστα εμπόδια, αλλά δεν μπόρεσα να σκεφτώ κανένα!
παίρνω το καθρεφτάκι μου, με φτύνω να μη με ματιάσω πάλι!
εδώ και δυο μέρες έχω σπάσει το ρεκόρ ελάχιστων αποστάσεων πάλι…
κομμάτια μου διακοσμούν το δωμάτιο:
το παντελόνι μου μισο στο σκαμπό και μισό στο πάτωμα
το βιβλίο μου κάτω απ το πάπλωμα
τα ακουστικά μου με το μπ3 στο μαξιλάρι
το στυλό μου στο τραπεζάκι
τα χαρτιά μου στο δίσκο με το φαγητό που άφησα
το πουκάμισό μου στο πόμολο της πόρτας
οι παντόφλα η μια στην πόρτα
η άλλη δεν ξέρω…πάντα τη μία βρίσκω!
 

η επανάληψη στη μουσική,μοιάζει με ανάκλαση κάποιου χαμένου παρελθόντος ή με επίκληση ενός απόλυτου μελλοντικού φόντου…

μοιάζει με αντιβίωση στο οι αγάπες φθίνουν

η επανάληψη στη μουσική μοιάζει με το διαφορετικό μέρος, όπου συντελείται τέλεια ο σκοπός…

ο σκοπός αυτής της γραφής!

αν δε σε είχα γνωρίσει μουσική μου, κάτι πολύ σπουδαίο θα έλειπε από τη ζωή που μου διατέθηκε, που μου κατατέθηκε από άγνωστους θεούς …διασχίζω την καθημερινότητα χωρίς να σου αφήσω το χέρι  και τα βήματά μου στο δρόμο συμφωνούν και εναρμονίζονται με τα σχέδια της φαντασίας του ύπνου μου…

τόσο ώστε να σαι εσύ ή εγώ αυτή που δοκιμάζει ή δοκιμάζεται…

σαν ρούχο μουσική μου…

που με μικρές, αταίριαστες, αλλά νοικοκυρίστικες κινήσεις τινάζω αφού σε φόρεσα, και μέχρι να σε ξαναφορέσω…

παραμιλάω ή μιλάω μόνη μου,ξανά!

κι αντέχεται το τρέμουλο του κορμιού, το γρατσούνισμα της ψυχής, το τσούξιμο της πληγής, το πετάρισμα της καρδιάς, το ρίγισμα της ανάσας, το στέγνωμα των χειλιών, το κάψιμο των ματιών, κι η ένεση της ουσίας…
και φοριέται σαν ρούχο  ο ουρανός…

αντικείμενα…

στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει όταν το ζει…

κάποιοι σε στιγμές ενθουσιασμού σκέφτονται ότι ζουν «τώρα» μια χρυσή στιγμή…

μέσα τους πιστεύουν πως «μετά», θα ζήσουν μια χρυσότερη…

όταν είναι κανείς νέος, δεν μπορεί να ζήσει με τη σκέψη ότι από εδώ και πέρα όλα θα ναι χειρότερα…

έτσι κι όταν κανείς είναι ευτυχισμένος…

όμως όταν δούμε πως η ζωή μας μοιάζει με μυθιστόρημα, έχει δηλαδή αρχίσει και ήδη έχει πάρει την τελική της μορφή, μπορούμε ίσως να ξεχωρίσουμε χρυσές, πολύ χρυσές, χρυσότερες..

χρυσότατες στιγμές…

ξέρουμε πως είναι φυλαγμένες στο παρελθόν, ότι εκεί θα μείνουν, ότι δε θα ξανάρθουν ίδιες ακριβώς…

τα αντικείμενα που έχουν μείνει πίσω από τις στιγμές μας, κρύβουν, με επιμονή μεγαλύτερη την υπομονή των ανθρώπων που μας τις πρόσφεραν, κρύβουν χρώματα, απτικές και οπτικές χαρές από εκείνους…


τούβλα…

κάθε γωνιά του σοκακιού, αναδιπλασιάζεται, μες στο μυαλό επισκεπτών του τελευταίου οίκου, δεξιά, κείνου με τα ξένοιαστα ίσως ακόμη τούβλα…

επισκεπτών που ποτέ δε γνωρίζουν τι τους έλκει προς το κτίριο το διάσημο…

διάσημο βέβαια, μιας κι εγώ έχω γεννηθεί σε αυτό…

τίποτε το αξιοσημείωτο δεν το διακρίνει, αλλά ωστόσο έχει την ιδιότητα να παράγει αυτήν, ακριβώς, την παράσταση των πολλαπλών γωνιών…

γωνίες που, από μόνες τους, στερούνται κάθε έννοιας…

ιδίως όταν περιορισθούνε στις απλές, τις αχνοπράσινες ακμές τους, ωσάν χορτάρινες κλωστές, σαν κήπων ξέφτια, που μόνο η ασβεστένια κρούστα πια θυμίζει, την παρουσία, την αλλοτινή, δυο τοίχων, π’ ακριβώς εκεί, κάποτε συναντώνταν…

και συναντώνται, πράγματι, συμφώνως προς το ραντεβού, που επρότεινε το δυτικό, προς το βόρειο τούβλο, τα μόνα εξ άλλου που έθεσε ανθρώπινο χέρι, προ πολλών , κι έτι, τέρμινων, τούβλα που πολλαπλασιάσθηκαν, αφ εαυτών, προκειμένου να επιτευχθεί η υποσχεθείσα ένωση…

τούβλα που πολλαπλασιάζονται, ναι, με ρυθμό, ένα την ώρα, και που τα παραθύρια που σχημάτισαν, δεν ήσαν άλλο από ανάσες, του τοίχου, ανάσες που διαβρώνουν, ανάσες που εξαπλώνονται, κι ο τοίχος πια σαπίζει, δεν πέφτει, ποτέ, μα σαπίζει, καθώς, σιγά σιγά, το βλέμμα μικρής μαθήτριας, σχεδιάζει τις σειρές, εξήντα δύο, τούβλων…

τόσοι ήμαστε τότε…


το μερσεντάκι

όχημα

το πιστό μερσεντάκι,

ντενεκεδάκι,

σαν γαϊδουράκι,

ανεβαίνει αγόγγυστα,

λόφους, πλαγιές, δρόμους…

-κοτρώνες και λακούβες-

γειτονιές απόμακρες…

και μας κουβαλάει…

αγόρια και κορίτσια,

με γέλια γεμίζουν το στενό σαλόνι του…

-θαύμα γερμανικής τεχνολογίας-

υψηλής ποιότητας καφεκούτι!

μπαίνουν, βγαίνουν, πάνε, έρχονται

τα κορίτσια στο μερσεντάκι,

και τα αγόρια,

αδίορθωτα ρομαντικά…

ή ντενεκεδοεποχούμενοι δον ζουάν!

τρέχουμε αγόρια και κορίτσια;

πάνω κάτω!

πάνω στο μερσεντάκι!

ψάχνοντας την ευτυχία,

που πάντα μας διαφεύγει…


βελόνι και κλωστή…

χρειάζεται υπομονή μεγάλη αναγνώστη μου, τέτοια που έχουν τα παιδιά κολυμπώντας ανυποψίαστα στα πλούσια νερά του χρόνου, για να μπορέσει κανείς ανεβαίνοντας τον ποταμό του αντίθετα στο ρεύμα, να συνταιριάξει την εικόνα του κόσμου, όπου ο νους μας ταξιδεύει καθώς περιμένουμε … τα ταξίδια μας!

κάθε φορά που αναπολώ τον εαυτό μου να παίζει, ξεχνώ εντελώς πώς είναι το φυσικό μου σήμερα, σάμπως υφίσταμαι μια κάποια μεταμόρφωση, γίνομαι άλλο πράμα…

σαν το κορίτσι του Κρυστάλλη που στην άκρη του γιαλού καθισμένο κεντά πλουμιστό μαντήλι και νιώθει ολάκερο το είναι του να γίνεται κλωστή και βελόνι…

η διάρκεια των παιχνιδιών στη συνείδησή μου αναγνώστη μου, άφηνε πάντα μια αίσθηση που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να μου είναι αδύνατο να αποδώσω, αν δεν αρνηθώ τελείως το απτό μου είδωλο, λέγοντας ότι τρέχοντας και περνώντας μεσ’ από παράθυρα, αδημονώντας να βγω στον έξω κόσμο, δεν ήμουν άλλο από ένα βελόνι με κλωστεί που κεντά και ράβει εργόχειρα…

αναπολώ όμως μια στιγμή…

τότε που μια συννεφιασμένη και με λιγοστό φως μέρα, η γιαγιά μου με φώναξε να ν’ αφήσω το παιχνίδι, να τη βοηθήσω, σα γρια δεν καλόβλεπε, περνώντας την κλωστή στο βελόνι, με το οποίο επιδέξια έραβε και μπάλωνε τις κάλτσες, φορώντας τους ένα ξύλινο γυαλιστερό και ζεστό αυγό…

εφευρέθηκε αργότερα ένα μηχανάκι βέβαια για το πέρασμα της κλωστής και θυμάμαι πως τότε σκέφτηκα πως πολλά παιδιά δε θα ‘χουν πια τη χαρά ανάλογων ευκαιριών με τις δικές μου, να βλέπουν τί υπάρχει πέρα από τη στενή μεταλλική τρυπούλα…

μια φορά, απαντώντας στην απορία μου που δεν έβλεπε να περάσει το βελόνι, η γιαγιά μού εξήγησε απλά , «βλέπω καλύτερα μακριά!»

και τότε, πρώτη φορά, σήκωσα το βλέμμα μου στο μακρινό ορίζοντα που η ίδια ατένιζε…

πέρα απ’ το παράθυρο, μέσα από το διάφανο γυαλί, μακρύτερα από τα σπίτια που κατέβαιναν ίσαμε  το χωμάτινο δρόμο, απ’ την άλλη πλευρά, έστεκε ο Όλυμπος, μωβ, με χιονισμένες τις κορφές του…

ύστερα από χρόνια, θέλησα να ξαναζήσω την ομορφιά αυτής της εικόνας που πάντα φάνταζε πολύ μακρινή μου, τόσο όσο το φεγγάρι, σύμφωνα με το ανοιγόκλεισμα δείχτη κι αντίχειρά μου ως μέτρο μέτρησης, αναζήτησα την κατάλληλη θέση για να δω το μωβ βουνό που είχα την εντύπωση πως έβλεπε καλύτερα αφού έβελεπε καλύτερα μακριά, η γιαγιά μου…

σαράντα δυο κορφές κατάφερα και μέτρησα στα χρόνια που με μεγάλωνε αυτή η γυναίκα, κουβεντιάζοντας μαζί της καθώς περνούσα τις κλωστές της μέσα από τα βελόνια της…

βελόνι και κλωστή η ίδια, υπακούοντας στο θέλημά της, να βλέπω μακριά, αναπολώ τώρα και ταξιδεύω σα να ‘χουν γίνει το μυαλό μου μηχανή και σιδηροτροχιά, το σώμα μου κλωστή και βελόνι…

άρχισαν ήδη να πουλούν εισιτήρια για ταξίδια στο διάστημα έχω ακούσει…

δεν ξέρω πώς θα ναι φτιαγμένη η μηχανή, προκειμένου να καλπάσει ακούραστα τόση απόσταση αναγνώστη μου, απλά εγώ τόση ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω στη βάση τίνος μηχανισμού ταξιδεύω η ίδια…

επίσης θέλω να σου επισημάνω πως το γεγονός, όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, μια και η διάρκεια των ταξιδιών στο κοσμικό διάστημα, επιστημονικά υπολογίζεται απείρως μικρότερη απ’ το χρόνο που απαιτούν οι επί γης συγκοινωνίες, πόσο μάλλον οι επί της φαντασίας με το μεταφορικό μέσο της βελόνας και της κλωστής…

το πρόβλημα λοιπόν έγκειται αναγνώστη μου στην εύρεση της κατάλληλης κινητήριας δύναμης που θα αναπτύξει την απαιτούμενη ασύγκριτα μεγάλη ταχύτητα…

η δύναμη αυτή, όσο αφορά το ταξίδι κατά τη διάρκεια της αναμονής, είναι το γεγονός της μεταμόρφωσης της μνήμης σε κλωστή και βελόνα…

ας αρχίσουμε λοιπόν το κέντημα ή το ράψιμο!

ένα ταξί κόρναρε…

ο Σταμάτης έστεκε προσοχή…

η κλωστή και το βελόνι εκτινάχτηκαν εξαιτίας της απρόσμενης πρόσκρουσης…

εντούτοις δεν είχε συμβεί κανενός είδους ατύχημα…

εγώ, προσπεράστηκα ήσυχα…

κοίταξα απέναντι…

το μωβ βουνό κρύβοταν από απλωμένα σε ταράτσες σεντόνια…

τι είδους σημαιοστολισμός είναι αυτός; αναρωτήθηκα…

σήκωσα το κεφάλι κι είδα τον ουρανό…

από κει θα ‘ρχοταν  ο μηχανισμός βάση του οποίου βλέπω καλύτερα και ταξιδεύω μακρύτερα…

δε θέλω να πω ότι ήξερα ήδη πως είχα μεταμορφωθεί σε κλωστή και βελόνι…

αυτό το αντιλήφθηκα μόνο σαν «είδα»  το βελόνι με την κλωστή στο πέτο μιας ηλικιωμένης γυναίκας με μαύρη λεκιασμένη από ντομάτα ρόμπα…

ίσως να μαγείρευε σάλτσα και πατάτες τηγανιτές με κεφτεδάκια, που μ’ αρέσουν πολύ…

μ’ αυτά η γιαγιά μου με καλόπιανε νάφήνω το παιχνίδι για να τις περνώ την κλωστή απ’ το βελόνι επειδή έβλεπε καλύτερα μακριά…

«πώς να μαγειρέψω δεν έχω τη βολή μου πια…» είπε και μου δειξε τα θολά της μάτια…

καθώς έσκυψε στο λεκέ της, γλίστρησε από το πέτο της ρόμπας της το βελόνι με την κλωστή…

έπεσε σε ένα ποτάμι πράσινο που κυλούσε προς τα πίσω…

ή απλά εγώ το ανέβαινα αντίθετα!



άνοιξα και…

άρχισαν να χύνονται!

ένα επιπλάκι που το ‘χα από κορίτσι στο μικρό δωμάτιό μου…

εργόχειρο ξυλογλυπτικής παιδιών της παιδόπολης, ενός ορφανοτροφείου δηλαδή…

με ανάγλυφα σκαλιστά άνθη…

σάστισα βλέποντας  το θησαυρό των φυλαγμένων πραγμάτων που χυνόντουσαν …

δεν ήξερα ούτε πώς να τα πιάσω τότε, θυμάμαι…

κι ενώ τα χάιδευα με το βλέμμα, εξακολουθούσα διστακτική να τ’ αφήνω στην ακαταστασία με την οποία σκόρπισαν στο πάτωμα…

ύστερα από αρκετή ώρα, έπιασα και ξεχώρισα μια κρυστάλλινη παλιά, κληρονομημένη από τη γιαγιά  μου, άχρηστη τώρα κοσμηματοθήκη, αγγίζοντας με δάχτυλα το παχύ κόκκινο  σαν αίμα  βελούδο που εσωτερικά τη φοδράριζε…

δεν τόλμησα να αγγίξω με χέρι γυμνό, λες και θα ‘ταν βεβήλωση…

φόρεσα ένα δεξί λευκό , με κιτρινισμένες ραφές γάντι νυφιάτικο…

εξέτασα το βαθούλωμα της χούφτας …

το ξανάβγαλα, δεν ενδιαφέρθηκα να δω πού βρισκόταν το άλλο γάντι…

μετά εξέτασα ένα χρωματισμένο αυγό!

έμοιαζε με κάμπο στρωμένο, με ποικιλόχρωμα χαλιά χωραφιών, όπου οργίαζε η βλάστηση με τους ποικίλους εναγκαλισμούς της…

η επιβίωση των ειδών, σκέφτηκα…

ήταν δώρο πασχαλινό από κάποιον που ζούσε μόνος σε ένα μικρό δωμάτιο, δε μου ‘χαν πει τότε, πως ήταν κελί…

πού να χωρέσει ο νους ότι η μοναξιά μπορούσε να περικλείει τόση ζωή , σκέφτηκα…

και τότε αισθάνθηκα να με πλημμυρίζει ένα είδος κρυφής χαράς…

εξέτασα εν συνεχεία διάφορα όστρακα, κελύφη ζώων που δεν ήταν εύκολο να μαντέψω το ζώο που περιείχαν όμως…

τα ζώα παρακμάζουν, σκέφτηκα, και σκορπίζουν, αλλά τα δάχτυλά μου με απόλαυση έψαχναν τις ποικίλες κενές καμπύλες των κελυφών, τις διαμορφωμένες προς τα έξω καμπύλες, τους εσωτερικούς μύχιους κόλπους, κι εκεί, μου φάνηκε ότι κρατιόταν παρά το χρόνο που πέρασε, μοσχοβολιά που ανασαίνει θάλασσα…

και τότε θυμήθηκα πως όταν έχτιζα μικρά σπιτάκια, παλατάκια στην άμμο, μεταχειριζόμουν τα κοχύλια για σκεύη του φανταστικού μου νοικοκυριού…

πιατάκια και φλυτζανάκια…

παρασυρμένη από εικόνες, πήρα ένα χτένι κατακόκκινο απέξω κι από μέσα τριανταφυλλί, κι έκανα πως στρώνω τα μαλλιά μου…

μετά, ένα άλλο πολύ πιο μικρό, κόκκινο κι αυτό σαν αίμα. αλλά διάφανο από τη λεπτότητα,  κι είπα πως είναι το χτένι της κούκλας μου…

κούκλα καμμιά δεν κράταγα στα χέρια μου…

όλα όσα έβλεπα και τιμούσε η ψυχή μου, ήταν κούφια σχήματα μιας ζωής που παρήλθε…

θυμήθηκα τον Οδυσσέα, όταν το καράβι του τον έφερε στο θυελλώδες Ταίναρο και αναγνώρισε πολλές ψυχές καμόντων…

ένα άλλο όστρακο που έπιασα, έμοιαζε βαρκούλα…

«Ταίναρο» είχα κι όχι μονάχα ένα, σκέφτηκα…

ένα ακόμη, αν το γύριζα κατακόρυφα, έμοιαζε τζαμί, ή σαν τους μιναρέδες της Τεχεράνης που ο τοίχος τους θυμίζει υφαντό, χάρη σε μια σοφή τακτοποίηση πλίνθων εκ μέρους των τεχνιτών…

«σοφές τακτοποιήσεις» δεν έχω κάνει, σκέφτηκα …

βρήκα και μια πετρούλα, απαράλλακτη καρδιά!

«καρδιά μου» μου είπε, «πώς χαίρομαι που κτυπάς»…

τα έσπρωξα κακήν κακώς όλα μέσα, ανάκατα, δεν μπορώ να σέρνω μαζί μου λιθαράκια και κοχύλια! άχρηστα πρακτικά…

ξανάκλεισα το επιπλάκι με τα με ανάγλυφα σκαλιστά άνθη,  που το ‘χα από κορίτσι στο μικρό δωμάτιό μου, εκείνο το εργόχειρο ξυλογλυπτικής των παιδιών της παιδόπολης, ενός ορφανοτροφείου δηλαδή, όπου βρισκόντουσαν θησαυρισμένα τόσα και τόσα  από ψυχές καμόντων…

και εκεί τα άφησα…

σήκωσα λίγο το μακρύ μανίκι της μπλούζας μου , να δω αν χτυπά στον καρπό ο σφυγμός μου, το ψεύτικο δηλαδή  ρολογάκι της υστερίας μου, που ‘χω από παιδί όπως έχω κι εκείνη την ξύστρα με το ψεύτικο ρολογάκι πάνω, πραματάκι κούφιο κι αυτό αλλά δικό μου φυλαγμένο από το δημοτικό, να ξύνει ακόμα τα μολύβια μου…

«δύο και τέταρτο»

στην ανάστροφη του καρπού δυο γαλαζοπράσινοι μαλακοί δείχτες, οι φλέβες μου, μού δείχνουν την ώρα απογείωσης…

«ώρα αναχώρησης: 14:15 μμ!

αριθμός εισιτηρίου 23/4854

φυλάξτε το εισιτήριό σας μέχρι το πέρας του ταξιδιού»

διάβαζα τα τυπωμένα σε φτηνό χαρτόνι στοιχεία προσδιορισμού ενός επιβάτη…

εισιτήριο όμως δεν κρατούσα στα χέρια μου!

τι παράξενο σκέφτηκα, δεν κρατώ τίποτα κι όλα μού είναι παρόντα…

γύρισα το βλέμμα γύρω μου…

όλα καθαρά και τακτικά, όλα στη θέση τους…

όλα εδώ επιβάλλονται, σκέφτηκα, όχι με την υλική τους ποιότητα ή ποσότητα, αλλά γιατί τα βλέπω μεταμορφωμένα, υποταγμένα για να χρησιμέψουν σα θήκη, σαν τόπο δηλαδή που θέλει να με χωρέσει…

δίχως εμένα βέβαια ούτε η θήκη μπορεί να εννοηθεί , αλλά ούτε και γω που την κατοικώ μπορώ να υπάρξω έξω ίδια…

τι αντίθεση με το έξω, σκέφτηκα…

έξω παλιά αυτοκίνητα σκο νισμένα, κάδοι σκουπιδιών, αποριμμάτων ζωής,μισάνοιχτοι χάσκουν, διαφημιστικά πολύχρωμα φυλλάδια κολλημένα σε κουτσουλημένα παρμπρίζ , ξεχασμένα άδεια μπουκάλια μπύρας σε περβάζια παραθύρων εγκαταλειμμένων σπιτιών, βρώμικες πλατείες και δρόμοι, ξεφλουδισμένοι μακιασμένοι τοίχοι…

βαριά είναι η φροντίδα των πραγμάτων, σε καταδικάζει σε διαρκή κόλαση, σκέφτηκα…

δεν μπορείς να σκεφτείς αφηρημένα και κάπως γενικά αναγνώστη μου;

σε εμποδίζει το αδιάκοπο παράπονο του σώματος μέσα στις ξένες απασχολήσεις…


μάρτης κατηγορίας


μάρτης κατηγορίας αναγνώστη μου,

η περήφανη κατωτερότητά μου

οι φοβισμένες μου φιμωμένες μου επιθυμίες

η αθέλητη βιασύνη μου, πηδάω από το μηδέν κατευθείαν στο όλον

η πεισματική ενδοτικότητα, που με κάνει να τους δικαιολογώ όλους για να μπορώ έπειτα να τους επιρρίψω ευθύνες

ο σπαταλημένος μου οπορτουνισμός

η ευγενική μου φιλαργυρία

η αδύναμη ζήλεια της λαχτάρας, όταν βλέπω κόσμο που ξέρει τι θέλει από τη ζωή του

(ένα συναίσθημα σαν μαλλί γεμάτο κόμπους, κρύο και σγουρό)

το απότομο άδειασμά μου, έτσι που εξωτερικά να είμαι συμπιεσμένη και εσωτερικά κούφια, από τότε που ήμουν αναγκασμένη  να πεινάω γι’ αγάπη

η πλευρική μου διαφάνεια, ότι μπαίνοντας προς τα μέσα θα διαλυθώ

τα άχαρα απογεύματά μου, ο χρόνος κυλάει αργά μαζί μου ανάμεσα σε έπιπλα

η επιμελής εγκατάλειψή μου στο συνεργείο

(χρειάζομαι μεγαλύτερη εγγύτητα, δεν αφήνομαι όμως, διατηρώ το μεταξωτό μου χαμόγελο όταν κάνω πίσω, δεν επιτρέπω να με έχει παρά μόνον ένας)

η επιτακτική μου ανάγκη για δουλειά

(με σπρώχνει στη μαγεία του εξαναγκασμού επειδή φοβάμαι να έχω ελεύθερο χρόνο)

το μαξιλάρι μου

η μουσική

(παίρνω το μαξιλάρι μου και μπαίνω χορεύοντας στο άχαρο απόγευμά μου)

υπάρχουν κι άλλοι παρτενέρ

έχω χορέψει με την κανάτα του καφέ

με το κουτί γα τα μπισκότα

με το τηλέφωνο

με το ξυπνητήρι

με το κλειδί του αυτοκινήτου

ο πιο μικρός μου παρτενέρ ήταν ένα ξηλωμένο κουμπί από το παλτό μου

δεν είναι αλήθεια…

μια φορά είδα αναγνώστη μου, κάτω από το τραπεζάκι μια σκονισμένη σταφίδα, χόρεψα μαζί της, μετά την έφαγα, μετά κάτι σαν απόσταση απλώθηκε μέσα μου…

θυμήθηκα τον  Θαλή


σημειώσεις φυσικής…

γεια σου αναγνώστη μου,

θυμάσαι που κάποτε είχα αναφέρει σε ένα κείμενό μου για τον αγαπημένο μου καθηγητή της φυσικής;

ο κύριος Γιάννης Μήτσιου, ήταν καθηγητής μου τρία ολόκληρα χρόνια!

τον αγαπούσα πολύ και εκείνος με τη σειρά του αγαπούσε τα κβάντα!

ασχολούνταν με την αρχή της απροσδιοριστίας δηλαδή…

είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο  της Φλόριντα!

όλα είναι φυσική, έλεγε ο κύριος Μήτσιου…

όλα είναι μάζα, φορτίο, ύλη!

όλα είναι κίνηση, ενέργεια, δύναμη, χωροχρόνος…

με τη φυσική κατανοείς πώς συμπεριφέρεται ο … κόσμος!

σήμερα που δεν νιώθω τη μάζα μου, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, και που οι ώρες δεν περνούσαν, συνάντησα την κυρία Μήτσιου!

μου είπε: ο Γιάννης έφυγε!

κι εγώ ρώτησα παραβλέποντας το γεγονός ότι φορούσε μαύρα, πού πήγε;

δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ο κύριος Μήτσιου θα υπέκυπτε στους νόμους της φύσης, θα πέθαινε…

μετά, αισθάνθηκα σαν σκαντζόχοιρος που μόλις σύρθηκε από μια τρύπα στη γη… σα βάτραχος που γλύστρησε κάτω από τα υγρά φύλλα του βάλτου…

μα τι λένε αυτοί οι άνθρωποι;

τι λένε γενικά οι άνθρωποι;

δε μιλάνε για ότι μου φαίνεται πιο σπουδααίο!

δε μιλάνε για το χρόνο που μένει, για ότι ωραίο και καλό μπορεί να συμβεί!

για τους άλλους!

για τον εαυτό μας!

όσο μεγαλώνωδιαπιστώνω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν ότι θα πεθάνουν…

ότι όσα νομίζουνσπουδαία είναι ασήμαντα:

τι σημασία έχει η τοποθέτηση μιας πόρτας ασφαλείας;

η πιθανότητα να μας  ληστέψουν στα σοβαρά είναι μηδαμινή…

κι αν μας ληστέψουν, δε θα πάθουμε τίποτα ανεπανόρθωτο!

είναι σχεδόν σίγουρο!

εξάλλου γιατί να έχουμε κάτι άξιο να κλαπεί;

γιατί να περιφρουρούμε αντικείμενα;

τα καλύτερα πράγματα αναγνώστη μου είναι δωρεάν!

δεν τα πληρώνεις με λεφτά, τα πληρώνεις με χτύπους καρδιάς…


βάλε μου απουσία!

έγραψες κάτι…

όχι, πότε να γράψω…αν και θα θελα τώρα να μουν εκεί δίπλα σου και να γραφα όσα σκέφτομαι…αλλά, βάλε μου απουσία!

τη λέξη απουσία την άκουσα για πρώτη φορά, στο σχολείο…

ο δάσκαλος «έπαιρνε» απουσίες!

ο απουσιολόγος «έπαιρνε» απουσίες!

γιατί τις «παίρνανε»;

που τις πηγαίνανε;

και τι τις κάνανε;

ποτέ δεν κατάλαβα…

κι επειδή, μικρή, ήμουν πολύ φιλάσθενη, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε!

(λες γι αυτό να μη μου λείπεις αναγνώστη μου;)

πάντως όπως με τις απουσίες έτσι και με τον πυρετό…

δηλαδή το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου!

κάθε φορά που αρρώσταινα, μου λεγε η μάνα μου!»έλα να σου βάλω θερμόμετρο, να σου «πάρω» τον πυρετό»!

και μου βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δε μου τον «έπαιρνε»!

γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και με έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κάποιον άλλον να βρει και να παιδέψει…

(μη διανοηθείς αναγνώστη μου να τον μιμηθείς!τον πυρετό εννοώ,μη θελήσεις να μου τον «πάρεις» και να τον «πας» αλλού!)

είχα, και έχω ακόμα, δεν το αρνούμαι, όπως καταλαβαίνεις αναγνώστη μου, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δε χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννούσαν…

δεν είχα και δεν έχω μάθει, μπας και δε θέλω αλήθεια, τη μεταφορική τους χρήση τους…

δεν ήμουν και δεν είμαι ποιητής εξάλλου…

αυτό το προσπάθησα ενίοτε…θέλω να πω πως νόμισα πως άρχισα να γίνομαι κάτι σαν, κάτι σαν…θυμάσαι αναγνώστη μου;

προσφάτως έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί!

σε ονειρεύτηκα αναγνώστη μου, είχες ανοίξει το πορτάκι από το γαλάζιο κλουβί όπου σε είχα φυλάξει λέει για καιρό, χωρίς να λάβω υπόψη την υπομονή, παρά μονάχα η επιμονή μου ήταν η έγνοια μου η μόνη και μοναχή,και είχες πετάξει…

αϊ! αϊ! φώναξα, ήταν το σύνθημά μας, στις συναντήσεις μας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα»

κι εγώ νόμισα πως το άκουσα και έτρεξα αμέσως…

γιατί «όσο με αγαπούσες εσύ, άλλο τόσο σε αγαπούσα κι εγώ»  αναγνώστη μου…

ήταν μαγικό αυτό το κλουβί που κλεινόμαστε…

βγαλμένο κατευθείαν από τα παραμύθια…

και τι δεν κουβαλήσαμε εκεί μέσα:

δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο, βιβλιοθήκες από κάγκελο σε κάγκελο, εβένινους μπουφέδες και ασημικά σε βιτρίνες, καρέκλες με πολύχρωμα ανθισμένα καλύμματα, τραπεζάκια με λινά κεντήματα, και ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν μικρό εικονοστάσι, που το λεγαν σαμοβάρι και έβγαζε αρωματικό τσάι, από ένα μικρό βρυσάκι, σε κούπες από διάφανη κινέζικη πορσελάνη…είχα φέρει και μια μαντεμένια σόμπα για το χειμώνα που θα ρθει, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, είχα προς το παρόν αφήσει πάνω της ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ’ όπου έρρεε σχεδόν αδιάκοπα μια μουσική που δε ξέρω πώς τη λένε, εσύ τα ξέρεις καλύτερα τα είδη αυτά, παντού λοιπόν έρρεε αυτή η μουσική…

τοποθέτησα λοιπόν αυτό το κλουβί, σε μια γωνιά ενός μεγάλου αλωνιού…

(αλώνι:επίπεδος κυκλικός χώρος στρωμένος συνήθως με πέτρινες πλάκες…βρίσκονται κοντά στα χωριά και σε υψώματα, όπου φυσούν άνεμοι κυρίως δυτικοί και βόριοι…μετά το θέρισμα οι αγρότες σύναζαν τους καρπούς σε δεμάτια γύρω απ’ τ’ αλώνια για να ξεραθούν τελείως, κατόπιν τους έριχναν στο αλώνι, όπου τους άλεθαν…όπως καλή ώρα εγώ και συ αναγνώστη μου αλέθουμε τους καιρούς μας)

εκεί λοιπόν, στο μεγάλο αλώνι τοποθέτησα το κλουβί, πάνω σε βάθρο ξύλινο, όμορφα φτιαγμένο, τόσο όμορφα που να επιθυμήσεις αναγνώστη μου να μικρύνεις, να γίνεις ελάχιστος, σαν ωδικό πουλί και να κατοικήσεις μέσα του…

(άσχετο, αλλά θα ήταν πολλά χρόνια πριν, που είδα φωτογραφίες του Ταζ Μαχάλ, η αποκωδικοποίηση του συνειρμού δεν κρίνεται αναγκαία επί του παρόντος)

γιατί δεν έχει το κλουβί πουλί μέσα αναγνώστη μου;

έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέπεις!

(δέος!αναγνώστη μου μού μιλάς…αφού μου απαντάς)

και πώς το λένε;

το λένε Απουσία!

και γιατί δεν κελαηδά;

γιατί η Απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή…

(αναγνώστη μου, χαμογελάς αλλά τα μάτια σου σκουραίνουν σκοτεινιάζουν και γω είμαι κοριτσάκι και σκιάζομαι , με κάνεις να σωπάσω, μολονότι έχω πολλές απορίες σχετικά με αυτό το περίεργο πουλί…θυμάμαι πως πρέπει να μουν γύρω στα δεκαπέντε, όταν έγραψα ένα ποιηματάκι*, σε ποιον ήθελα να αποδείξω τι, δε θυμάμαι ή κάνω πως, τότε πέθανε βέβαια ο παππούς μου, ήταν ο πρώτος που έφευγε και ένιωθα την καρδιά μου σα συρμάτινο Ταζ Μαχάλ κατοικημένο απ’ το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία… πέρασαν πολλά χρόνια από τότε θα μου πεις, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα…δεν πήγα ποτέ στο Ταζ Μαχάλ, αλλά πήγα στο ζωολογικό κήποτου Βερολίνου και βρέθηκα μπρος σ’ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο κλουβί, άδειο! μια πινακίδα στη βάση του έγραφε: afwezigheid/absence!

κάποιος γερμανός μου κάνει πλάκα ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να δηλώνει απλά, με τρόπο βέβαια παράδοξο κάπως, ότι το ζώο, που όφειλε να ‘ ναι εκεί, απουσίαζε…εγώ ωστόσο ταράχτηκα)

θέλω να σου πω αναγνώστημου, πως είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν…

ότι η Απουσία δεν είναι πουλί,πώς το θελει χάρη μου και ωδικό συνάμα, αλλά θηρίο ανήμερο είναι, που σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας,ώσπου να γίνουμε Ταζ Μαχάλ!

μα όσο Ταζμαχάλια και να γίνουμε αναγνώστη μου , εμείς οι δυο,η Απουσία μας, η δικήμας Απουσία, είναι το μοναδικό και μόνο θηρίο που όχι μόνο δε θα καταφέρει κανείς άνθρωπος να εξημερώσει, αλλά ούτε να το κάνει να  συλλαβίσει καν…

(βέβαια, πάντα ελπίζουν οι των «ζωολογικών κήπων» πως θα τα καταφέρουν, γι αυτό σε όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει κάποιο άδειο κλουβί…, αυτό το ξέρεις αναγνώστη μου εσύ καλύτερα από μένα)


*μάτια μου αμίλητα

μεγάλα σα βδομάδες

με κατακλύζει η πεθυμιά

να κυλιστώ μαζί σας

(μμμ,ωραίο είναι ακόμα…)


Le Cinéma va à l´école

Blog dédié au projet eTwinning entre Grèce et Espagne du même titre

Αυθόρμητες μεταβολές

του Λευτέρη Παπαθανάση

ΧΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ

Το προσωπικό μου blog

Toutestin Magazine

Art Feedback Machine

Redflecteur

About Art and Politics

απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

lerestnadine

This WordPress.com

Bouquet of dreams

Yes Darling, but is it Art?

Marionettes Inc.

No strings attached

Harry's Music

Harry Smith's Anthology of American Folk Music

Land Streicher

“Our battered suitcases were piled on the sidewalk again; we had longer ways to go. But no matter, the road is life.” Jack Kerouac

Αρέσει σε %d bloggers: