έχω χρόνια τώρα στεριώσει πάνω σε αιωρούμενες υπόλευκες πρωινές θαμπές εικόνες
με το μαντικό του δάχτυλο και με γνώση το θαμπό πρωινό με οδηγεί σε νέα περιπλάνηση
ο νέος ήλιος δεν προδόθηκε, απλά σεβάστηκε το καμωμένο από το μηδέν πεπρωμένο μου
και καλώς, επισφαλή θεώρησε την μεγαλοπρέπεια του να επιβάλλει στις όχθες της λίμνης
γύρω της, όλο κλαδιά ο χειμώνας, αλύγιστος, είχε περικλείσει τη νέα συγκομιδή σκέψεων
πάνω της, οι μετέωρες χιονισμένες βουνοκορφές έθεταν ευτυχώς λαθεμένα τα όριά τους
μέσα της, μισοτελειωμένα τα κρωξίματα κορμοράνων βυθίζονταν κυνηγώντας στα θολά
είναι καιρός, πολύς καιρός, σου εμπιστεύομαι, που μαλώνω με την λίμνη στον ύπνο μου
διαλέγει πάντα, τότε να έρχεται από μακριά, για να με κοροϊδέψει, σπάνια απαλή σαν τώρα, λες και άλλο τούτο δεν μπορεί να βαστάξει, να μην είναι δηλαδή η ευχαριστημένη παρουσία μου κοντά της
διαλέγει πάντα, να σκορπίζει στο σκληρό μου μαξιλάρι, φόβους, καταπλήξεις, χίμαιρες και ξυπνήματα αποσβολωμένα, να σπρώχνει κάτω από το κρεβάτι μου σωρούς αποφάσεις αναποφάσιστες, λες και υποσχέθηκα ποτέ στην αμφίβολη διαύγειά της, πως μια μέρα θα την ρουφήξω με μια ανάσα ως τον πάτο
ο κλονισμός της καθησύχασε σαν άκουσε πως δε χρειάστηκε ποτέ να δει κανείς για να πιστέψει πως τα σύννεφα που βαραίνουν τον ουρανό που μας σκεπάζει,αν τύχει κι απλωθούν σε μάκρη και σε πλάτη, αν πρηστούν, θα καταφέρουν αναμφίβολα στο τέλος να μας βρέξουν κι εμένα κι εκείνη και όλους όσους ίδια νιώθουν, με το ίδιο νερό που στα όνειρά μου μια μέρα ρούφηξα ως τον θολό πάτο
με πρόσωπο αλλοιωμένο, κουρασμένο, πάσχον, που του ξέφευγαν λόγια ήρεμα, μου χάρισε τις τελευταίες της αδιάκριτες σχεδόν συμμετρίες της, τις ανεπιτήδευτες αρμονίες της και τις υπέρτατες αντανακλάσεις της, περνώντας τον οργανισμό μου από μια δοκιμασία, ίσως από διαφορετικές δοκιμασίες και σε διαφορετικά επίπεδα, διαδοχικά, προσβάλλοντας τα όργανά μου ήπια κι ενίοτε παράξενα, και χάθηκε απ’τα μάτια μου χωρίς φυσικά να ακούσει την διακριτική μου παρατήρηση:
ο άσπρος ήλιος σκόρπισε το θάμπος μας μα ξέρω πως υπάρχει …