τα μάτια μου τα χέρια μου όλο το βασίλειό μου
τα μάτια μου το στόμα μου και oι χούφτες μου
η πλατιά ατέρμονη σκέψη μου
μιλούν για ένα συμβόλαιο σε καμιά σελίδα εμπιστευμένο
μα σε ενός φορέματος στο στρίφωμα κρυμμένο
μια συμφωνία που λέει πως τόσο πολύ έχω ονειρευτεί τόσο που πια δεν είμαι
που λέει πως …
το σπίτι μας θα άνοιγε διάπλατο σε περιπλανώμενους
τα χέρια μας κλαδιά θα ψήλωναν σαν φλόγες
αεράκι παράξενο θα φύσαγε στην μικρή αυλή μας
απέραντες μηδαμινές οι πνοές μας θα συνενώνονταν μαζί του
η απόσταση των ονομάτων μας από τους εαυτούς θα μηδενιζόταν
η καρδερίνα μας θα τραγούδαγε για να ανοίξουν τα βλέφαρά μας
τα φρούτα μας θα ωρίμαζαν με θόρυβο την άνοιξη
τα αγριολούλουδα θα ξώφλαγαν το χρέος τους τον χειμώνα
το πήγαινε έλα των μελισσών θα σταμάταγε ξοδεμένο σωστά
θα περπατούσαμε στη σκιά με βήματα αργά
οι αγωνίες μας θα καρφώνονταν πίσω από την γραμμή του ορίζοντα
οι ελπίδες μας θα ξαπόσταιναν στην όχθη των τραγουδιών μας
στον κόρφο μου θα φώλιαζε πάντα ένα φτερούγισμα
στο στόμα σου θα γεννιόταν πάντα μια δροσερή πηγή
χιλιάδες τραγούδια τον ύπνο δε θα άφηναν να μας πάρει
δε θα καταλαβαίναμε τις ώρες
δε θα ξέραμε να υπολογίζουμε
δε θα μπορούσαμε να συνηθίζουμε
τα σκοτάδια θα τα ανταμώναμε μεσημεράκι
και το φως στη μέση της μαύρης νύχτας
οι ύπνοι μας πράοι πραότατοι
τα σεντόνια μας μυρωμένες λωρίδες
το κρεβάτι μας χωρίς κουπιά βάρκα ξύλινη
και πιο πέρα το μέγας φάρδος του κόσμου
κι όλα τα αναλώσιμα
η ύπαρξή μας θα εναπόθετε την ευδαιμονία της στην γύρη των ανθέων
και η ευδαιμονία μας θα ήταν μια ιστορία που μόλις προσπάθησα να πω και μόλις προσπάθησες να ακούσεις
μα τίποτα δε θα γινόταν αν πίστευες πως είμαι ένα τίποτα για σένα