-Θεατή κράτα την πνοή σου , μην τυχόν βέβηλο χνότο καταστρέψει την μαγική επιφάνεια, χνότο γίνε αεράκι και χάιδεψε τη σάρκα την κρουστή που μυρμηγκιάζει μονομιάς
Αμέτρητες γραφές σε δύο χιλιάδες άγραφες σελίδες απλώθηκαν στα συρτάρια σε συστοιχίες
Αδύναμο αραιωμένο αλκοόλ περπάτησε στις φλέβες των ποδιών και λιώσε σαν κερί την τέχνη όλων των χορών
-Άπληστε εσύ, την στέρηση γης και ουρανού φυλάκισες σε δρύινα βαρέλια καιρό τώρα
-Είναι τέχνη να ζει κανείς αξιοπρεπώς με τα σφάλματά του δε λέω, αλλά δεν είναι σαν να μην έγιναν καλά αν τα έχουμε κρυμμένα
Λάμπουν και καθρεφτίζονται εξαίσια στο βλέμμα, ανεβαίνουν στο στήθος σαν κόμποι από ναυτικά σκοινιά, τα λυτά μαλλιά βρέχουν σαν φουσκωμένα αφρισμένα κύματα, σαν νότες από ζωγραφιστό δοξάρι τυλίγονται σε πόδια ανοιχτά κι ανθίζουν στον ποδόγυρο σαν ρόδα και αγκάθια
Η στάση ύπτια, αιχμάλωτη απροσδιόριστα μες στο μηδέν το ευρυγώνιο , με εντάφια αταραξία, ξεγυμνώνει τα λόγια, ξεφτίζει την κενή ηδονή, κοιμάται ή κυματίζει
Λαμπρό καμπύλο κορμό, το σώμα κισσός, σαν ζώνη αλήτικη, λυμένο παρόν απόν, τρυφερό μα και με ταπείνωση, σε αναίσθητο σημείο οδηγεί με αρχιτεκτονική μυστική
Το πήγαινε έλα, χαρίεν, ελαφρύ, ταιριαστό, ρεμβάζει και συμπληρώνει το κάδρο
Εκείνη, ανοίγει τα μάτια, με φωτίζει, με σπαράζει, με ικετεύει, μούσα είναι, μου υφαρπάζει τις λέξεις, τις νότες, την προετοιμασία
-Θα πάμε πιο μακριά χωρίς να προχωράμε, έλα, μου λέει, γύρε, άκου, σιώπα
Την σιωπηλή μου σκέψη πώς να εκφράσω, οι λέξεις μου απλώθηκαν στην ποδιά της, αντίδωρο